ἰσοζυγής: Difference between revisions

From LSJ

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><i>c.</i> [[ἰσόζυγος]].
|btext=ής, ές :<br /><i>c.</i> [[ἰσόζυγος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἰσοζῠγής:''' [[составляющий пару с другим]] (точнее годный для парной запряжки), т. е. одинаковый (κυπάρυσσοι Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἰσοζῠγής:''' -ές ([[ζυγόν]]), αυτός που είναι [[ίσος]] στο [[μέγεθος]] με κάποιον άλλον, σε Ανθ.
|lsmtext='''ἰσοζῠγής:''' -ές ([[ζυγόν]]), αυτός που είναι [[ίσος]] στο [[μέγεθος]] με κάποιον άλλον, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἰσοζῠγής:''' [[составляющий пару с другим]] (точнее годный для парной запряжки), т. е. одинаковый (κυπάρυσσοι Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἰσο-ζῠγής, ές [[ζυγόν]]<br />[[evenly]] [[balanced]]: [[equal]], Anth.
|mdlsjtxt=ἰσο-ζῠγής, ές [[ζυγόν]]<br />[[evenly]] [[balanced]]: [[equal]], Anth.
}}
}}

Revision as of 20:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσοζῠγής Medium diacritics: ἰσοζυγής Low diacritics: ισοζυγής Capitals: ΙΣΟΖΥΓΗΣ
Transliteration A: isozygḗs Transliteration B: isozygēs Transliteration C: isozygis Beta Code: i)sozugh/s

English (LSJ)

ές, evenly balanced: equal, AP10.16.3 (Theaet.).

German (Pape)

[Seite 1264] ές, gleich gejocht, übh. gleich, κυπάρισσοι Theaet. Schol. 2 (X, 16).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
c. ἰσόζυγος.

Russian (Dvoretsky)

ἰσοζῠγής: составляющий пару с другим (точнее годный для парной запряжки), т. е. одинаковый (κυπάρυσσοι Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἰσοζῠγής: -ές, ἴσος τὸ μέγεθος, ἰσοζυγέων κυπαρίσσων, ἀποτελούντων ζεῦγος ἴσον καθ’ ὅλα, Ἀνθ. Π. 10. 16.

Greek Monolingual

-ές (Α ἰσοζυγής, -ές)
ίσος κατά το βάρος με κάποιον άλλο
αρχ.
ίσος κατά το μέγεθος («ἰσοζυγέων κυπαρίσσων», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -ζυγής (< θ. ζυγ-, πρβλ. -ζύγ-ην, παθ. αόρ. του ζεύγνυμι), πρβλ. μονοζυγής, νεοζυγής].

Greek Monotonic

ἰσοζῠγής: -ές (ζυγόν), αυτός που είναι ίσος στο μέγεθος με κάποιον άλλον, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἰσο-ζῠγής, ές ζυγόν
evenly balanced: equal, Anth.