ὀβελίας: Difference between revisions
Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0289.png Seite 289]] ὁ, auch [[ὀβελίτης]] [[ἄρτος]], ὁ, eine Art Brot od. Kuchen, am Spieße gebacken oder geröstet, od. = [[ὀβολίας]]; comic. Ath. III, 111 b; vgl. Böckh Staatshaushalt I p. 106 ff.; Ath. XIV, 645 c neben anderen Kuchensorten genannt, von Nicochar. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0289.png Seite 289]] ὁ, auch [[ὀβελίτης]] [[ἄρτος]], ὁ, eine Art Brot od. Kuchen, am Spieße gebacken oder geröstet, od. = [[ὀβολίας]]; comic. Ath. III, 111 b; vgl. Böckh Staatshaushalt I p. 106 ff.; Ath. XIV, 645 c neben anderen Kuchensorten genannt, von Nicochar. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀβελίᾱς:''' adj. m поджаренный на вертеле ([[ἄρτος]] Arph.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[ὀβελίας]] και ὀβέλιος και [[ὀβελίτης]])<br /><b>ως επίθ.</b> ψημένος στη [[σούβλα]] («[[ὀβελίας]] [[ἄρτος]]», Ιπποκρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αρνί]] που ψήνεται στη [[σούβλα]], [[ιδίως]] το [[Πάσχα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ὀβελίας]] [[ἄρτος]]»<br />(στην Αλεξάνδρεια), [[άρτος]] που κόστιζε έναν οβολό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀβελός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ορνιθ</i>-<i>ίας</i>, <i>τρυγ</i>-<i>ίας</i>). Ο τ. <i>ὀβέλιος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ὀβελός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τρύγ</i>-<i>ιος</i>), ενώ ο τ. [[ὀβελίτης]] <span style="color: red;"><</span> [[ὀβελός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>νεφρ</i>-[[ίτης]])]. | |mltxt=ο (Α [[ὀβελίας]] και ὀβέλιος και [[ὀβελίτης]])<br /><b>ως επίθ.</b> ψημένος στη [[σούβλα]] («[[ὀβελίας]] [[ἄρτος]]», Ιπποκρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αρνί]] που ψήνεται στη [[σούβλα]], [[ιδίως]] το [[Πάσχα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ὀβελίας]] [[ἄρτος]]»<br />(στην Αλεξάνδρεια), [[άρτος]] που κόστιζε έναν οβολό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀβελός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ορνιθ</i>-<i>ίας</i>, <i>τρυγ</i>-<i>ίας</i>). Ο τ. <i>ὀβέλιος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ὀβελός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τρύγ</i>-<i>ιος</i>), ενώ ο τ. [[ὀβελίτης]] <span style="color: red;"><</span> [[ὀβελός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>νεφρ</i>-[[ίτης]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:26, 3 October 2022
English (LSJ)
ἄρτος, ὁ, roll or loaf baked or toasted on a spit, Hp.Vict.2.42, Ar.Fr.103, Ph.2.273, cf. Moer.p.287 P.; without ἄρτος, Pherecr.55, Nicopho 15 :—also ὀβέλιος, CIG3597b (Ilium); and ὀβελίτης (q.v.). But in ABIII we have ὀβολίας ἄρτους· τοὐς ὀβολοῦ πωλουμένους, Ἀριστοφάνης Πελαργοῖς (Fr.440).— Ath.3.111b writes it ὀβελίας and gives both interpretations.
German (Pape)
[Seite 289] ὁ, auch ὀβελίτης ἄρτος, ὁ, eine Art Brot od. Kuchen, am Spieße gebacken oder geröstet, od. = ὀβολίας; comic. Ath. III, 111 b; vgl. Böckh Staatshaushalt I p. 106 ff.; Ath. XIV, 645 c neben anderen Kuchensorten genannt, von Nicochar.
Russian (Dvoretsky)
ὀβελίᾱς: adj. m поджаренный на вертеле (ἄρτος Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀβελίας: ἄρτος, ὁ, ἄρτος ἢ ζυμαρικὸν ὠπτημένον ἐν ὀβελῷ, Ἱππ. 356. 13, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 158· ὡσαύτως ἄνευ τοῦ ἄρτος, Φερεκρ. ἐν «’Επιλήσμονι» 1, Νικοφῶν ἐν «Χειρογάστορσιν» 2· πρβλ. Böckh. P. E. 1. 132· ὡσαύτως ὀβέλιος, Συλλ. Ἐπιγρ. 3597b· καὶ ὀβελίτης ὃ ἴδε. - Ἀλλ’ ἐν Α. Β. 111 ἔχομεν «ὀβελίας ἄρτους· τοὺς ὀβολοῦ πωλουμένους, Ἀριστοφάνης Πελαργοῖς» (Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 384). Παρ’ Ἀθην. 111Β φέρεται ὀβελίας, καὶ ὑπάρχουσιν αὐτόθι ἀμφότεραι αἱ ἑρμηνεῖαι.
Greek Monolingual
ο (Α ὀβελίας και ὀβέλιος και ὀβελίτης)
ως επίθ. ψημένος στη σούβλα («ὀβελίας ἄρτος», Ιπποκρ.)
νεοελλ.
αρνί που ψήνεται στη σούβλα, ιδίως το Πάσχα
αρχ.
φρ. «ὀβελίας ἄρτος»
(στην Αλεξάνδρεια), άρτος που κόστιζε έναν οβολό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀβελός + κατάλ. -ίας (πρβλ. ορνιθ-ίας, τρυγ-ίας). Ο τ. ὀβέλιος < ὀβελός + κατάλ. -ιος (πρβλ. τρύγ-ιος), ενώ ο τ. ὀβελίτης < ὀβελός + επίθημα -ίτης (πρβλ. νεφρ-ίτης)].