ὀκλαδίας: Difference between revisions
Εὔχου δ' ἔχειν τι, κἂν ἔχῃς, ἕξεις φίλους → Opta aliquid habeas: qui habet, is et amicos habet → Zu haben wünsche Hast du, hast du Freunde auch
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />[[ὀκλαδίας]] [[δίφρος]] <i>ou subst.</i> ὁ [[ὀκλαδίας]], chaise pliante, pliant.<br />'''Étymologie:''' [[ὀκλάζω]]. | |btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />[[ὀκλαδίας]] [[δίφρος]] <i>ou subst.</i> ὁ [[ὀκλαδίας]], chaise pliante, pliant.<br />'''Étymologie:''' [[ὀκλάζω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀκλᾰδίᾱς:''' ου ὁ (sc. [[θρόνος]]) складной стул Arph., Luc. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀκλᾰδίας:''' ὁ ([[ὀκλάζω]]), αναδιπλούμενο [[κάθισμα]], πτυσσόμενη [[καρέκλα]] [[χωρίς]] [[μπράτσα]], που χρησιμοποιούνταν σε υπαίθρια καταλύματα, σε στρατόπεδα κ.λπ., σε Αριστοφ. | |lsmtext='''ὀκλᾰδίας:''' ὁ ([[ὀκλάζω]]), αναδιπλούμενο [[κάθισμα]], πτυσσόμενη [[καρέκλα]] [[χωρίς]] [[μπράτσα]], που χρησιμοποιούνταν σε υπαίθρια καταλύματα, σε στρατόπεδα κ.λπ., σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ὀκλάζω]]<br />a folding-[[chair]], [[camp]]-[[stool]], Ar. | |mdlsjtxt=[[ὀκλάζω]]<br />a folding-[[chair]], [[camp]]-[[stool]], Ar. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:30, 3 October 2022
English (LSJ)
ου, ὁ, folding-chair, camp-stool, IG12.282.119, Ar.Eq.1384,1386, Luc.Lex.6; δίφρος ὀ. Paus.1.27.1, Heraclid. Pont. ap.Ath.12.512c.
German (Pape)
[Seite 315] θρόνος, ὁ, ein Klappstuhl, Feldstuhl, den man zusammenlegen kann, Poll. 10, 47; vgl. E. M. 518, 29; δίφρος, Ath. XII, 512 a, wo man sieht, daß sich die reichen Athener solche Stühle nachtragen ließen, ἵνα μὴ καθίζοιεν ὡς ἔτυχεν; vgl. Ar. Equ. 1381, wo ohne Zusatz steht ἔχε νῦν ἐπὶ τούτοις τουτονὶ τὸν ὀκλαδίαν καὶ παιδ' ένόρχην, ὅςπερ οἴσει τόνδε σοι; καὶ ἀσκάνται κεῖνται, Luc. Lexiphan. 6; Paus. 1, 27, 1.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
ὀκλαδίας δίφρος ou subst. ὁ ὀκλαδίας, chaise pliante, pliant.
Étymologie: ὀκλάζω.
Russian (Dvoretsky)
ὀκλᾰδίᾱς: ου ὁ (sc. θρόνος) складной стул Arph., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ὀκλᾰδίας: ὁ, (ὀκλάζω) κάθισμα συγκλειόμενον καὶ ἀνοιγόμενον, ὡς τὸ σκίμπους, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1384. 1386, Λουκ. Λεξιφ. 6· δίφρος ὀκλ. Παυσ. 1. 27, 1, Ἀθήν. 512C, Πολυδ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀκλαδίας· θρόνος πτυκτός, δίφρος ταπεινός, ὃν οἱ ἀκόλουθοι φέρονται τοῖς εἰς τὰς ἀγορὰς ἐξιοῦσι πλουσίοις καὶ πεποίηται τοὔνομα παρὰ τὸ (ὠ)κλάσθα», - κατὰ τὸν Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 1384, «ὀκλαδίαν δίφρον συγκεκλασμένον, καὶ ποτὲ μὲν ἐντεινόμενον ποτὲ δὲ συστελλόμενον».
Greek Monolingual
ο (Α ὀκλαδίας)
(στην αρχ. Ελλάδα) είδος μικρού πτυσσόμενου καθίσματος το οποίο, σύμφωνα με την παράδοση, επινοήθηκε από τον μυθικό Δαίδαλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. οκλάζω].
Greek Monotonic
ὀκλᾰδίας: ὁ (ὀκλάζω), αναδιπλούμενο κάθισμα, πτυσσόμενη καρέκλα χωρίς μπράτσα, που χρησιμοποιούνταν σε υπαίθρια καταλύματα, σε στρατόπεδα κ.λπ., σε Αριστοφ.