ὀλιγαρχικός: Difference between revisions
τὸ δ' ἐξαίφνης τὸ ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ διὰ μικρότητα ἐκστάν → suddenly refers to what has departed from its former condition in a time imperceptible because of its smallness
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne l'oligarchie;<br /><b>2</b> partisan de l'oligarchie.<br />'''Étymologie:''' [[ὀλιγαρχία]]. | |btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne l'oligarchie;<br /><b>2</b> partisan de l'oligarchie.<br />'''Étymologie:''' [[ὀλιγαρχία]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀλῐγαρχικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[олигархический]] ([[κόσμος]] Thuc.; [[νόμος]], [[πολιτεία]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[сочувствующий олигархии]] ([[ἄνδρες]] Plut.).<br /><b class="num">II</b> ὁ сторонник олигархии Plat., Arst. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀλῐγαρχικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">1.</b> [[ολιγαρχικός]], αυτός που ανήκει, ταιριάζει ή είναι [[παρόμοιος]] με την [[ολιγαρχία]], ὀλιγαρχικὸς [[κόσμος]], σε Θουκ., Αριστ.· επίρρ. -[[κῶς]], σε Πλάτ., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, αυτός που ρέπει σε ολιγαρχικές απόψεις, σε Πλάτ. | |lsmtext='''ὀλῐγαρχικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">1.</b> [[ολιγαρχικός]], αυτός που ανήκει, ταιριάζει ή είναι [[παρόμοιος]] με την [[ολιγαρχία]], ὀλιγαρχικὸς [[κόσμος]], σε Θουκ., Αριστ.· επίρρ. -[[κῶς]], σε Πλάτ., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, αυτός που ρέπει σε ολιγαρχικές απόψεις, σε Πλάτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ὀλῐγαρχικός, ή, όν<br /><b class="num">1.</b> [[oligarchical]], of, for or like [[oligarchy]], ὀλ. [[κόσμος]] Thuc., Arist.:—adv. -χῶς, Plat., Dem.<br /><b class="num">2.</b> of persons, inclined to [[oligarchy]], Plat. | |mdlsjtxt=ὀλῐγαρχικός, ή, όν<br /><b class="num">1.</b> [[oligarchical]], of, for or like [[oligarchy]], ὀλ. [[κόσμος]] Thuc., Arist.:—adv. -χῶς, Plat., Dem.<br /><b class="num">2.</b> of persons, inclined to [[oligarchy]], Plat. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:30, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, A oligarchic, oligarchical, ὀ. κόσμος Th.8.72; ξυνωμοσία Id.6.60; δίκαιον, νόμος, Arist.Pol.1280a8, 1281a37; πολιτεῖαι ib.1288a22; [πόλις] ib.1316b7; τοῦτο ὀλιγαρχικώτερον ib.1281a33. Adv. ὀλιγαρχικῶς Pl.R.555a, D.15.33. 2 of persons, inclined to oligarchy or devoted to oligarchy, And.4.16, Lys.25.8, Pl.R.545a, al.; οἱ ὀλιγαρχικοί, opp. οἱ δημοκρατικοί, Arist.Pol.1280a27.
German (Pape)
[Seite 320] ή, όν, die Oligarchie betreffend, von Menschen, oligarchisch gesinnt, für die Herrschaft Weniger geneigt; Thuc. 8, 72; Plat. Rep. VIII, 553 e; καὶ μισόδημος, Andoc. 4, 16; Folgde. – Adv., Plat. Rep. VIII, 555 a.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui concerne l'oligarchie;
2 partisan de l'oligarchie.
Étymologie: ὀλιγαρχία.
Russian (Dvoretsky)
ὀλῐγαρχικός:
1) олигархический (κόσμος Thuc.; νόμος, πολιτεία Arst.);
2) сочувствующий олигархии (ἄνδρες Plut.).
II ὁ сторонник олигархии Plat., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλῐγαρχικός: ή, ον, ὁ ἀνήκων, ἁρμόζων εἰς ὀλιγαρχίαν ἢ ὅμοιος αὐτῇ ὀλ. κόσμος Θουκ. 8. 72· ξυνωμοσία ὁ αὐτ. 6. 60· δίκαιον, νόμος Ἀριστ. Πολιτ. 3. 9, 1., 3. 10, 5· πολιτεία αὐτόθι 3. 17, 6, κ. ἀλλ. ἡ ὀλιγαρχική = ὀλιγαρχία, αὐτόθι 8. 12, 15· τοῦτο ὀλιγαρχικώτερον αὐτόθι 3. 10, 5. - Ἐπίρρ. ὀλιγαρχικῶς, Πλάτ. Πολ. 555Α, Δημ. 200. 15. 2) ἐπὶ προσώπων, ὁ ῥέπων, ἢ ἀφωσιωμένος εἰς τὴν ὀλιγαρχίαν, Ἀνδοκ. 31. 10, Λυσ. 171. 36, Πλάτ. Πολ. 545Α, κ. ἀλλ.· οἱ ὀλιγαρχικοὶ ἐναντίον τῷ οἱ δημοτικοί, Ἀριστ. Πολιτ. 7. 3, 2.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ὀλιγαρχικός, -ή, -όν) ολιγαρχία
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στην ολιγαρχία
2. (για πρόσ.) αυτός που εμφορείται από ολιγαρχικά φρονήματα, ο οπαδός της ολιγαρχίας
νεοελλ.
φρ. «ολιγαρχικό πολίτευμα» — η ολιγαρχία.
επίρρ...
ολιγαρχικός και -ά (Α ὀλιγαρχικῶς)
με ολιγαρχικό τρόπο.
Greek Monotonic
ὀλῐγαρχικός: -ή, -όν,
1. ολιγαρχικός, αυτός που ανήκει, ταιριάζει ή είναι παρόμοιος με την ολιγαρχία, ὀλιγαρχικὸς κόσμος, σε Θουκ., Αριστ.· επίρρ. -κῶς, σε Πλάτ., Δημ.
2. λέγεται για πρόσωπα, αυτός που ρέπει σε ολιγαρχικές απόψεις, σε Πλάτ.
Middle Liddell
ὀλῐγαρχικός, ή, όν
1. oligarchical, of, for or like oligarchy, ὀλ. κόσμος Thuc., Arist.:—adv. -χῶς, Plat., Dem.
2. of persons, inclined to oligarchy, Plat.