ὀβολοστάτης: Difference between revisions
Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />usurier.<br />'''Étymologie:''' [[ὀβολός]], [[ἵστημι]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />usurier.<br />'''Étymologie:''' [[ὀβολός]], [[ἵστημι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀβολοστάτης:''' ου (ᾰ) ὁ взвешиватель оболов, т. е. мелочный ростовщик Arph. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀβολοστάτης:''' [ᾰ], -ου, ὁ ([[ἵστημι]]), αυτός που ζυγίζει τους οβολούς, δηλ. [[αισχροκερδής]] [[τοκογλύφος]], σε Αριστοφ.· απ' όπου, ὀβολοστᾰτική (ενν. [[τέχνη]]), <i>ἡ</i>, το [[επάγγελμα]] του τοκογλύφου, [[τοκογλυφία]], σε Αριστ. | |lsmtext='''ὀβολοστάτης:''' [ᾰ], -ου, ὁ ([[ἵστημι]]), αυτός που ζυγίζει τους οβολούς, δηλ. [[αισχροκερδής]] [[τοκογλύφος]], σε Αριστοφ.· απ' όπου, ὀβολοστᾰτική (ενν. [[τέχνη]]), <i>ἡ</i>, το [[επάγγελμα]] του τοκογλύφου, [[τοκογλυφία]], σε Αριστ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ὀβολοστᾰ́της, ου, ὁ, [[ἵστημι]]<br />a [[weigher]] of [[obol]]s, i. e. a [[petty]] [[usurer]], Ar. | |mdlsjtxt=ὀβολοστᾰ́της, ου, ὁ, [[ἵστημι]]<br />a [[weigher]] of [[obol]]s, i. e. a [[petty]] [[usurer]], Ar. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:30, 3 October 2022
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ, (ἵστημι) weigher of obols, i. e. petty usurer, Ar.Nu.1155, Hyp.Fr.154, Antiph.168, Philostr.VA8.7, Onos.1.20; but ἐκ τῶν πλουσίων τριάκοντα ᾑρέθησαν ὀ., ὅ ἐστι δανεισταὶ ἐπὶ ὀβολῷ τὴν μνᾶν δανείζοντες Sch.Aeschin.1.39 : perhaps from στῆσαι, = δανεῖσαι; cf. στάσιμος and Hsch. s. vv. ὀβολοστάτης, ἱστάνειν :—fem. ὀβολοστάτις, Pl. Ax.367b, Poll.3.112 : hence ὀβολοστατική (sc. τέχνη), ἡ, the trade of a petty usurer, and generally, usury, Arist.Pol.1258b2.
German (Pape)
[Seite 289] ὁ, der Obolen wägt, ein kleinlicher schmutziger Wucherer; Ar. Nubb. 1139; Antiphan. bei Ath. III, 108 c; Plat. Ax. 367 b, mit der v.l. ὀβολοστάτις. Vgl. Poll. 3, 85.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
usurier.
Étymologie: ὀβολός, ἵστημι.
Russian (Dvoretsky)
ὀβολοστάτης: ου (ᾰ) ὁ взвешиватель оболов, т. е. мелочный ростовщик Arph.
Greek (Liddell-Scott)
ὀβολοστάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, (ἵστημι) ὁ ζυγίζων τοὺς ὀβολούς, ὅ ἐστιν αἰσχροκερδὴς δανειστής, τοκογλύφος, Ἀριστοφ. Νεφ. 1155, Ἀντιφάν. ἐν «Νεοττοῖς» 1. 4· θηλ. ὀβολοστάτις, Πλάτ. Ἀξίοχ. 367Β. - ὀβολοστατήρ, -ῆρος, ὁ, Ἀρκάδ. 20. 10: - ἐκ τοῦ ὀβολοστάτης γίνεται ἡ ὀβολοστᾰτικὴ (δηλ. τέχνη) ἡ, τὸ ἐπάγγελμα τοῦ τοκογλύφου καὶ καθόλου τὸ δανείζειν ἐπὶ τόκῳ, Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 10, 4.
Greek Monolingual
ὀβολοστάτης, -ου, ὁ, θηλ. ὀβολοστάτις, -ιδος (Α)
αυτός που ζυγίζει τους οβολούς, δηλ. ο αισχοκερδής δανειστής, ο τοκογλύφος («κλάετε ὀβολοστάται αὐτοί τε καὶ τἀρχαῖα καὶ τόκοι τόκων», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀβολός + -στάτης (< συνεσταλμένη βαθμίδα στα- του ἵστημι, πρβλ. στάσις), πρβλ. θερμο-στάτης, λυχνο-στάτης].
Greek Monotonic
ὀβολοστάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (ἵστημι), αυτός που ζυγίζει τους οβολούς, δηλ. αισχροκερδής τοκογλύφος, σε Αριστοφ.· απ' όπου, ὀβολοστᾰτική (ενν. τέχνη), ἡ, το επάγγελμα του τοκογλύφου, τοκογλυφία, σε Αριστ.
Middle Liddell
ὀβολοστᾰ́της, ου, ὁ, ἵστημι
a weigher of obols, i. e. a petty usurer, Ar.