ὀρθόκρανος: Difference between revisions
From LSJ
Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui dresse son sommet.<br />'''Étymologie:''' [[ὀρθός]], [[κράνον]]. | |btext=ος, ον :<br />qui dresse son sommet.<br />'''Étymologie:''' [[ὀρθός]], [[κράνον]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀρθόκρᾱνος:''' [[с высокой вершиной]], [[высокий]] ([[τύμβος]] Soph.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀρθόκρᾱνος:''' -ον, αυτός που κρατάει υψωμένο το [[κεφάλι]] του, [[υπερήφανος]], σε Σοφ. | |lsmtext='''ὀρθόκρᾱνος:''' -ον, αυτός που κρατάει υψωμένο το [[κεφάλι]] του, [[υπερήφανος]], σε Σοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ὀρθό-κρᾱνος, ον,<br />having a [[high]] [[head]], [[lofty]], Soph. | |mdlsjtxt=ὀρθό-κρᾱνος, ον,<br />having a [[high]] [[head]], [[lofty]], Soph. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:40, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, having a high head, τύμβος ὀ. a high funeral-mound, S.Ant.1203.
German (Pape)
[Seite 374] mit grade emporragendem Haupte, τύμβος, ein erhöhter Grabhügel, Soph. Ant. 1188, der Schol. erkl. einfach ὑψηλός.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui dresse son sommet.
Étymologie: ὀρθός, κράνον.
Russian (Dvoretsky)
ὀρθόκρᾱνος: с высокой вершиной, высокий (τύμβος Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀρθόκρᾱνος: -ον, ὁ ἔχων ὑψωμένην τὴν κεφαλήν, τύμβος ὀρθ., ὑψηλὸς τάφος, Σοφ. Ἀντ. 1203.
Greek Monolingual
ὀρθόκρανος, -ον (Α)
αυτός που έχει υψωμένη την κορυφή, ψηλός («τύμβος ὀρθόκρανος», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -κρανος (< κρᾶνον [πρβλ. κρανίον), πρβλ. πολύ-κρανος].
Greek Monotonic
ὀρθόκρᾱνος: -ον, αυτός που κρατάει υψωμένο το κεφάλι του, υπερήφανος, σε Σοφ.