ὀρθόστατος: Difference between revisions

From LSJ

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui se tient droit, debout.<br />'''Étymologie:''' [[ὀρθός]], [[ἵστημι]].
|btext=ος, ον :<br />qui se tient droit, debout.<br />'''Étymologie:''' [[ὀρθός]], [[ἵστημι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρθόστᾰτος:''' [[прямо поставленный]], [[приставленный]] (к городской стене) (κλίμακες Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀρθόστᾰτος:''' -ον ([[στῆναι]]), αυτός που στέκεται [[ορθός]], όρθιος, σε Ευρ.
|lsmtext='''ὀρθόστᾰτος:''' -ον ([[στῆναι]]), αυτός που στέκεται [[ορθός]], όρθιος, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρθόστᾰτος:''' [[прямо поставленный]], [[приставленный]] (к городской стене) (κλίμακες Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὀρθό-στᾰτος, ον, [[στῆναι]]<br />upstanding, [[upright]], Eur.
|mdlsjtxt=ὀρθό-στᾰτος, ον, [[στῆναι]]<br />upstanding, [[upright]], Eur.
}}
}}

Revision as of 21:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρθόστᾰτος Medium diacritics: ὀρθόστατος Low diacritics: ορθόστατος Capitals: ΟΡΘΟΣΤΑΤΟΣ
Transliteration A: orthóstatos Transliteration B: orthostatos Transliteration C: orthostatos Beta Code: o)rqo/statos

English (LSJ)

ον, upstanding, upright, κλίμακες E.Supp.497 codd.; but v. foreg.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se tient droit, debout.
Étymologie: ὀρθός, ἵστημι.

Russian (Dvoretsky)

ὀρθόστᾰτος: прямо поставленный, приставленный (к городской стене) (κλίμακες Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθόστᾰτος: -ον, ὁ ὄρθιος ἱστάμενος, ὄρθιος, κλίμακες Εὐρ. Ἱκέτ. 497.

Greek Monolingual

ὀρθόστατος, -ον (Α)
αυτός που στέκεται όρθιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -στατος (< θ. στα- του ἵστημι), πρβλ. νεό-στατος].

Greek Monotonic

ὀρθόστᾰτος: -ον (στῆναι), αυτός που στέκεται ορθός, όρθιος, σε Ευρ.

Middle Liddell

ὀρθό-στᾰτος, ον, στῆναι
upstanding, upright, Eur.