ὀλοφυδνός: Difference between revisions

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />plaintif, lamentable.<br />'''Étymologie:''' [[ὀλοφύρομαι]].
|btext=ή, όν :<br />plaintif, lamentable.<br />'''Étymologie:''' [[ὀλοφύρομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀλοφυδνός:''' [[жалобный]], [[печальный]] ([[ἔπος]] Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀλοφυδνός:''' -ή, -όν, [[οικτρός]], [[αξιοθρήνητος]], [[θρηνητικός]], σε Όμηρ.· <i>ὀλοφυδνά</i>, ως επίρρ., Ανθ.
|lsmtext='''ὀλοφυδνός:''' -ή, -όν, [[οικτρός]], [[αξιοθρήνητος]], [[θρηνητικός]], σε Όμηρ.· <i>ὀλοφυδνά</i>, ως επίρρ., Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀλοφυδνός:''' [[жалобный]], [[печальный]] ([[ἔπος]] Hom.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὀλοφυδνός]], ή, όν<br />of [[lamentation]], lamenting, Hom.: —ὀλοφυδνά, as adv., Anth.
|mdlsjtxt=[[ὀλοφυδνός]], ή, όν<br />of [[lamentation]], lamenting, Hom.: —ὀλοφυδνά, as adv., Anth.
}}
}}

Revision as of 21:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλοφυδνός Medium diacritics: ὀλοφυδνός Low diacritics: ολοφυδνός Capitals: ΟΛΟΦΥΔΝΟΣ
Transliteration A: olophydnós Transliteration B: olophydnos Transliteration C: olofydnos Beta Code: o)lofudno/s

English (LSJ)

ή, όν, lamenting, ἔπος δ' ὀλοφυδνὸν ἔειπε Il.5.683, cf. 23.102, Od.19.362 : neut. ὀλοφυδνά as adverb, AP7.486 (Anyt.).

German (Pape)

[Seite 327] (ὀλοφύρομαι), wehklagend, jammernd; ἔπος, Il. 5, 683. 23, 102 Od. 19, 362; sp. D., ὀλοφυδνὰ βοᾶν τινα, Anyte 19 (VII, 486).

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
plaintif, lamentable.
Étymologie: ὀλοφύρομαι.

Russian (Dvoretsky)

ὀλοφυδνός: жалобный, печальный (ἔπος Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀλοφυδνός: -ή, -όν, οἰκτρός, θρηνώδης, ἔπος δ’ ὀλοφυδνὸν ἔειπεν Ἰλ. Ε. 683, Ψ. 102, Ὀδ. Τ. 362. - ὀλοφυδνά, ὡς ἐπίρρ., ἐν Ἀνθ. Π. 7. 486.

English (Autenrieth)

doleful, pitiful.

Greek Monolingual

ὀλοφυδνός, -ή, -όν (Α)
1. άξιος θρήνου, λυπηρός, οδυνηρός, θρηνώδηςἔπος δ' ὀλοφυδνόν ἔειπε», Ομ. Ιλ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ὀλοφυδνά
με θρηνώδη τρόπο, αξιοθρήνητα, λυπηρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ολοφύρομαι].

Greek Monotonic

ὀλοφυδνός: -ή, -όν, οικτρός, αξιοθρήνητος, θρηνητικός, σε Όμηρ.· ὀλοφυδνά, ως επίρρ., Ανθ.

Middle Liddell

ὀλοφυδνός, ή, όν
of lamentation, lamenting, Hom.: —ὀλοφυδνά, as adv., Anth.