ὀψώνης: Difference between revisions

From LSJ

μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui fait des provisions de bouche, maître-d’hôtel ; qui achète des poissons.<br />'''Étymologie:''' [[ὄψον]], [[ὠνέομαι]].
|btext=ου (ὁ) :<br />qui fait des provisions de bouche, maître-d’hôtel ; qui achète des poissons.<br />'''Étymologie:''' [[ὄψον]], [[ὠνέομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀψώνης:''' ου ὁ закупающий продовольствие Arph.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀψώνης:''' -ου, ὁ ([[ὄψον]], [[ὠνέομαι]]), αυτός που αγοράζει ψάρι και τρόφιμα, [[προμηθευτής]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ὀψώνης:''' -ου, ὁ ([[ὄψον]], [[ὠνέομαι]]), αυτός που αγοράζει ψάρι και τρόφιμα, [[προμηθευτής]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀψώνης:''' ου ὁ закупающий продовольствие Arph.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὀψ-ώνης, ου, ὁ, [[ὄψον]], [[ὠνέομαι]]<br />one who buys [[fish]] or [[victuals]], a [[purveyor]], Ar.
|mdlsjtxt=ὀψ-ώνης, ου, ὁ, [[ὄψον]], [[ὠνέομαι]]<br />one who buys [[fish]] or [[victuals]], a [[purveyor]], Ar.
}}
}}

Revision as of 21:41, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀψώνης Medium diacritics: ὀψώνης Low diacritics: οψώνης Capitals: ΟΨΩΝΗΣ
Transliteration A: opsṓnēs Transliteration B: opsōnēs Transliteration C: opsonis Beta Code: o)yw/nhs

English (LSJ)

ου, ὁ, (ὄψον) one who buys fish or victuals, caterer, purveyor, Ar.Fr.503, Alciphr.1.1:—also ὀψων-ητής, Arr.Epict.3.26.21, Tz.H.5.534.

German (Pape)

[Seite 434] ὁ, Zukost, bes. Fische tausend, = ὀψωνάτωρ, Ar. bei Ath. IV, 171 a u. Sp., vgl. Phryn.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui fait des provisions de bouche, maître-d’hôtel ; qui achète des poissons.
Étymologie: ὄψον, ὠνέομαι.

Russian (Dvoretsky)

ὀψώνης: ου ὁ закупающий продовольствие Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ὀψώνης: -ου, ὁ, (ὄψον) ὁ ἀγοράζων τρόφιμα, μάλιστα ἰχθῦς, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 424, Ἀλκίφρων 1. 1, Ἀθήν. 171Α, Β· ― ὀψωνητὴς παρ’ Εὐστ. κ. Τζέτζ.

Greek Monolingual

ὀψώνης, ὁ (Α)
αγοραστής τροφίμων, ιδίως ψαριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄψον «τροφή, ψάρι» + -ώνης (< ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. οπωρ-ώνης].

Greek Monotonic

ὀψώνης: -ου, ὁ (ὄψον, ὠνέομαι), αυτός που αγοράζει ψάρι και τρόφιμα, προμηθευτής, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ὀψ-ώνης, ου, ὁ, ὄψον, ὠνέομαι
one who buys fish or victuals, a purveyor, Ar.