ὀρχηστικός: Difference between revisions

From LSJ

Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht

Menander, Monostichoi, 178
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne la danse ; ἡ ὀρχηστική ([[τέχνη]]) l'art de la danse;<br /><b>2</b> qui se livre à la danse.<br />'''Étymologie:''' [[ὀρχέω]].
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne la danse ; ἡ ὀρχηστική ([[τέχνη]]) l'art de la danse;<br /><b>2</b> qui se livre à la danse.<br />'''Étymologie:''' [[ὀρχέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρχηστικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[танцевальный]] ([[τέχνη]] Plat.; [[μέτρον]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[пантомический]] Luc.;<br /><b class="num">3)</b> [[любящий пляски]] Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀρχηστικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που αναφέρεται ή είναι [[κατάλληλος]] για χορό, λέγεται για τον τροχαϊκό στίχο, σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που αναφέρεται στην [[παντομίμα]], σε Λουκ.
|lsmtext='''ὀρχηστικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που αναφέρεται ή είναι [[κατάλληλος]] για χορό, λέγεται για τον τροχαϊκό στίχο, σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που αναφέρεται στην [[παντομίμα]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρχηστικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[танцевальный]] ([[τέχνη]] Plat.; [[μέτρον]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[пантомический]] Luc.;<br /><b class="num">3)</b> [[любящий пляски]] Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὀρχηστικός]], ή, όν<br /><b class="num">I.</b> of or fit for [[dancing]], of the trochaic [[verse]], Arist.<br /><b class="num">II.</b> pantomimic, Luc.
|mdlsjtxt=[[ὀρχηστικός]], ή, όν<br /><b class="num">I.</b> of or fit for [[dancing]], of the trochaic [[verse]], Arist.<br /><b class="num">II.</b> pantomimic, Luc.
}}
}}

Revision as of 21:42, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρχηστικός Medium diacritics: ὀρχηστικός Low diacritics: ορχηστικός Capitals: ΟΡΧΗΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: orchēstikós Transliteration B: orchēstikos Transliteration C: orchistikos Beta Code: o)rxhstiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A of or fit for dancing, of the trochaic verse, τετραμέτρῳ ἐχρῶντο διὰ τὸ σατυρικὴν καὶ -ωτέραν εἶναι τὴν ποίησιν Arist.Po.1449a23; ὀ. [μέτρον] ib.1460a1; ὀ. μέλος Id.Fr.583; σχήματα Ath.1.21e; of persons, good at dancing, Gal.6.158, Ptol.Tetr.64; ἡ -κὴ τέχνη the art of dancing, Pl.Lg.816a, etc.; εἰς -κὸν συνεκπίπτοντες Longin.41.1. II pantomimic, Luc.Salt.31.—ὀρχηστρικός is perhaps f.l. for ὀρχηστικός in Theopomp.Hist.III(a).

German (Pape)

[Seite 390] zum Tanze gehörig; ἡ ὀρχηστικὴ τέχνη, die Tanzkunst, Plat. Legg. VII, 816 a; ohne τέχνη, Pol. 9, 20, 7; Folgde; ὀρχηστικαὶ ὑποθέσεις, pantomimisch, Luc. de salt. 31; ὀρχηστικωτέρα ἡ ποίησις, Arist. poet. 4, 18. – Adv., Ael. N. A. 2, 11.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui concerne la danse ; ἡ ὀρχηστική (τέχνη) l'art de la danse;
2 qui se livre à la danse.
Étymologie: ὀρχέω.

Russian (Dvoretsky)

ὀρχηστικός:
1) танцевальный (τέχνη Plat.; μέτρον Arst.);
2) пантомический Luc.;
3) любящий пляски Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρχηστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ὄρχησιν, ἐπὶ τοῦ τροχαϊκοῦ στίχου (πρβλ. κορδακικός), τῷ τετραμέτρῳ ἐχρῶντο διὰ τὸ σατυρικὴν καὶ ὀρχηστικωτέραν εἶναι τὴν ποίησιν Ἀριστ. Ποιητ. 4, 18· ὀρ. μέτρον αὐτόθι 24, 10· ὀρχ. μέλος, σχῆμα Ἀθήν., κλ., ἴδε ἐν λ. ὑγρότης· ― ἡ ὀρχηστικὴ τέχνη, ἡ τέχνη τοῦ ὀρχεῖσθαι, τοῦ χοροῦ, Πλάτ. Νόμ. 816Α, κτλ.· τὸ ὀρχηστικόν, Λογγῖν. 41. 1. ΙΙ. παντομιμικός, Λουκ. π. Ὀρχ. 31· - ὀρχηστρικὸς εἶναι πιθαν. ἡμαρτημ. γραφὴ ἀντὶ ὀρχηστικός, ἐν Θεοπόμπ. παρ’ Ἀθην. 531C.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ὀρχηστικός, -ή, -όν) ορχηστής
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όρχηση, χορευτικός
2. το θηλ. ως ουσ. η ορχηστική
η τέχνη του χορευτή
αρχ.
1. ο κατάλληλος για όρχηση («τετραμέτρῳ ἐχρῶντο διὰ τὸ σατυρικὴν καὶ ὀρχηστικωτέραν εἶναι τὴν ποίησιν», Αριστοτ.)
2. ο επιδέξιος στην όρχηση
3. παντομιμικός.
επίρρ...
ὀρχηστικῶς (Α)
με ορχηστικό τρόπο, με ρυθμό.

Greek Monotonic

ὀρχηστικός: -ή, -όν,
I. αυτός που αναφέρεται ή είναι κατάλληλος για χορό, λέγεται για τον τροχαϊκό στίχο, σε Αριστ.
II. αυτός που αναφέρεται στην παντομίμα, σε Λουκ.

Middle Liddell

ὀρχηστικός, ή, όν
I. of or fit for dancing, of the trochaic verse, Arist.
II. pantomimic, Luc.