ὑδατοτρεφής: Difference between revisions
διαμεμαστιγωμένην καὶ οὐλῶν μεστὴν ὑπὸ ἐπιορκιῶν καὶ ἀδικίας → striped all over with the scourge, and a mass of wounds, the work of perjuries and injustice
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />qui croît au bord de l'eau.<br />'''Étymologie:''' [[ὕδωρ]], [[τρέφω]]. | |btext=ής, ές :<br />qui croît au bord de l'eau.<br />'''Étymologie:''' [[ὕδωρ]], [[τρέφω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑδᾰτοτρεφής:''' (ῠ) растущий у воды (αἴγειροι Hom.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑδᾰτοτρεφής:''' -ές (τρέφομαι), αυτός που μεγαλώνει μέσα ή κοντά σε [[νερό]], [[υδρόβιος]], σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''ὑδᾰτοτρεφής:''' -ές (τρέφομαι), αυτός που μεγαλώνει μέσα ή κοντά σε [[νερό]], [[υδρόβιος]], σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ὑδᾰτο-τρεφής, ές [τρέφομαι]<br />growing in or by the [[water]], Od. | |mdlsjtxt=ὑδᾰτο-τρεφής, ές [τρέφομαι]<br />growing in or by the [[water]], Od. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:50, 3 October 2022
English (LSJ)
ές, bred in water, growing in or by the water, αἴγειροι Od.17.208.
German (Pape)
[Seite 1172] ές, vom, im Wasser genährt, im, am Wasser wachsend, αἴγειροι, Od. 17, 208.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui croît au bord de l'eau.
Étymologie: ὕδωρ, τρέφω.
Russian (Dvoretsky)
ὑδᾰτοτρεφής: (ῠ) растущий у воды (αἴγειροι Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑδᾰτοτρεφής: -ές, ὡς τὸ ὑδᾰτοθρέμμων, ὁ ὑπὸ ὕδατος τρεφόμενος ἢ αὐξόμενος, ἀμφὶ δ’ ἄρ’ αἰγείρων ὑδατοτρεφέων ἦν ἄλσος Ὀδ. Ρ. 208· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 577.
English (Autenrieth)
ές: water-fed, growing by the water, Od. 17.208†.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που τρέφεται με νερό ή αυξάνεται από το νερό ή μέσα στο νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδωρ, ὕδατος + -τρεφής (< τρέφος < τρέφω), πρβλ. ανεμο-τρεφής].
Greek Monotonic
ὑδᾰτοτρεφής: -ές (τρέφομαι), αυτός που μεγαλώνει μέσα ή κοντά σε νερό, υδρόβιος, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
ὑδᾰτο-τρεφής, ές [τρέφομαι]
growing in or by the water, Od.