ὁρμιηβόλος: Difference between revisions

From LSJ

εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui jette sa ligne, pêcheur à la ligne.<br />'''Étymologie:''' [[ὁρμιά]], [[βάλλω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />qui jette sa ligne, pêcheur à la ligne.<br />'''Étymologie:''' [[ὁρμιά]], [[βάλλω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὁρμῑηβόλος:''' ὁ Anth. = [[ὁρμιατόνος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὁρμῐηβόλος:''' -ον ([[βάλλω]]), αυτός που ψαρεύει ρίχνοντας πετονιές, σε Ανθ.
|lsmtext='''ὁρμῐηβόλος:''' -ον ([[βάλλω]]), αυτός που ψαρεύει ρίχνοντας πετονιές, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὁρμῑηβόλος:''' ὁ Anth. = [[ὁρμιατόνος]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὁρμῑη-[[βόλος]], ον, [[βάλλω]]<br />throwing a [[line]], Anth.
|mdlsjtxt=ὁρμῑη-[[βόλος]], ον, [[βάλλω]]<br />throwing a [[line]], Anth.
}}
}}

Revision as of 21:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁρμῐηβόλος Medium diacritics: ὁρμιηβόλος Low diacritics: ορμιηβόλος Capitals: ΟΡΜΙΗΒΟΛΟΣ
Transliteration A: hormiēbólos Transliteration B: hormiēbolos Transliteration C: ormiivolos Beta Code: o(rmihbo/los

English (LSJ)

ον, throwing a line, AP6.196 (Stat. Flacc.), 7.693 (Apollonid.). [ῐ possible in the former, certain in the latter.]

German (Pape)

[Seite 382] die Angelschnur werfend, der Angler; Apollnds. 26 (VII, 693); Flacc. 4 (VI, 196).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui jette sa ligne, pêcheur à la ligne.
Étymologie: ὁρμιά, βάλλω.

Russian (Dvoretsky)

ὁρμῑηβόλος: ὁ Anth. = ὁρμιατόνος.

Greek (Liddell-Scott)

ὁρμῑηβόλος: -ον, ὁ ῥίπτων ὁρμιάν, Ἀνθ. Π. 6. 196., 7. 693.

Greek Monolingual

ὁρμιηβόλος, ὁ (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που ρίχνει στη θάλασσα την ορμιά, δηλ. ο ψαράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁρμιά + -βόλος (< βάλλω)].

Greek Monotonic

ὁρμῐηβόλος: -ον (βάλλω), αυτός που ψαρεύει ρίχνοντας πετονιές, σε Ανθ.

Middle Liddell

ὁρμῑη-βόλος, ον, βάλλω
throwing a line, Anth.