ὑπέρινος: Difference between revisions
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1197.png Seite 1197]] übermäßig ausgeleert u. dadurch entkräftet, Theophr. Bei Arist. gen. an. 3, 1 sind ὄρνιθες ὑπέρινοι durch übermäßiges Legen entkräftete Hühner. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1197.png Seite 1197]] übermäßig ausgeleert u. dadurch entkräftet, Theophr. Bei Arist. gen. an. 3, 1 sind ὄρνιθες ὑπέρινοι durch übermäßiges Legen entkräftete Hühner. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπέρινος:''' [[ἰνέω]] крайне истощенный частой кладкой яиц (ὄρνιθες Arst.) или образованием семени (φυτά Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που [[μετά]] από [[χρήση]] καθαρτικού είχε υπέρμετρη [[κένωση]]<br /><b>2.</b> (για ζώα και για φυτά) αυτός που εξαντλείται από την υπερβολική [[παραγωγή]] ή [[καρποφορία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. του ρ. <i>ὑπερινῶ</i>]. | |mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που [[μετά]] από [[χρήση]] καθαρτικού είχε υπέρμετρη [[κένωση]]<br /><b>2.</b> (για ζώα και για φυτά) αυτός που εξαντλείται από την υπερβολική [[παραγωγή]] ή [[καρποφορία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. του ρ. <i>ὑπερινῶ</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{FriskDe | {{FriskDe | ||
|ftr='''ὑπέρινος''': {hupérinos}<br />'''See also''': s. [[ἰνάω]].<br />'''Page''' 2,968 | |ftr='''ὑπέρινος''': {hupérinos}<br />'''See also''': s. [[ἰνάω]].<br />'''Page''' 2,968 | ||
}} | }} |
Revision as of 21:51, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, purged violently, Id.Epid.6.5.15, Demetr.Com.Vet.6, Ruf. ap. Orib.7.26.168; ὑπέρινον ἄνω ποιεῖν Thphr.HP9.14.2; ὑ. γὰρ γίνονται καὶ οἱ ὄρνιθες καὶ τὰ φυτά exhausted by production, Arist. GA750a29.
German (Pape)
[Seite 1197] übermäßig ausgeleert u. dadurch entkräftet, Theophr. Bei Arist. gen. an. 3, 1 sind ὄρνιθες ὑπέρινοι durch übermäßiges Legen entkräftete Hühner.
Russian (Dvoretsky)
ὑπέρινος: ἰνέω крайне истощенный частой кладкой яиц (ὄρνιθες Arst.) или образованием семени (φυτά Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέρῐνος: -ον, (ὑπερινάω) ὁ διὰ καθαρσίου ὑπερκεκαθαρμένος, ὁ ὑπερκεκενωμένος διὰ καθάρσεως, Ἱππ. 1185Ε φασὶ δὲ μόνον ἢ μάλιστα ὑπέρινον ἄνω ποιεῖν τῶν φαρμάκων Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 14, 2· ὑπ. γὰρ γίνονται καὶ οἱ ὄρνιθες καὶ τὰ φυτά, ἐξαντλοῦνται ἐκ τῆς καρποφορίας ἢ παραγωγῆς, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 1, 16, πρβλ. Εὐστ. Πονημάτ. 155. 10. ― Κατὰ Φώτ.: «ὑπέρινος: ὑπερκεκαθαρμένος· οὕτως Δημήτριος», καὶ κατὰ τὰ Α. Β. 69, 15: ὑπέρινος: ὑπερκεκενωμένος διὰ καθάρσεως, ἰνᾶσθαι γὰρ τὸ καθαίρεσθαι καὶ ἐξεμεῖν», ἴδε καὶ Γαλην. Ἱπποκρ. Γλωσσ. ἐξηγ. 582, πρβλ. τὴν λέξιν ὑπεραλγεινός.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που μετά από χρήση καθαρτικού είχε υπέρμετρη κένωση
2. (για ζώα και για φυτά) αυτός που εξαντλείται από την υπερβολική παραγωγή ή καρποφορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του ρ. ὑπερινῶ].
Frisk Etymology German
ὑπέρινος: {hupérinos}
See also: s. ἰνάω.
Page 2,968