ὑπέρηδυς: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι λύπης χεῖρον ἀνθρώποις κακόν → Maerore nullum hominibus est peius malum → für Menschen gibt's kein größres Leid als Traurigkeit

Menander, Monostichoi, 414
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=υς, υ;<br />extrêmement agréable;<br /><i>Sp.</i> ὑπερήδιστος.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[ἡδύς]].
|btext=υς, υ;<br />extrêmement agréable;<br /><i>Sp.</i> ὑπερήδιστος.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[ἡδύς]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπέρηδυς:''' εῖα, υ (только superl.) в высшей степени приятный Luc.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπέρηδυς:''' -υ, υπερβολικά [[γλυκός]], σε Λουκ.· επίρρ. <i>-έως</i>, σε Ξεν.· υπερθ. <i>-[[ήδιστα]]</i>, σε Λουκ.
|lsmtext='''ὑπέρηδυς:''' -υ, υπερβολικά [[γλυκός]], σε Λουκ.· επίρρ. <i>-έως</i>, σε Ξεν.· υπερθ. <i>-[[ήδιστα]]</i>, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπέρηδυς:''' εῖα, υ (только superl.) в высшей степени приятный Luc.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὑπέρ]]-ηδυς, υ,<br />[[exceeding]] [[sweet]], Luc. adv. -έως, Xen.; Sup. -ήδιστα, Luc.
|mdlsjtxt=[[ὑπέρ]]-ηδυς, υ,<br />[[exceeding]] [[sweet]], Luc. adv. -έως, Xen.; Sup. -ήδιστα, Luc.
}}
}}

Revision as of 21:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπέρηδυς Medium diacritics: ὑπέρηδυς Low diacritics: υπέρηδυς Capitals: ΥΠΕΡΗΔΥΣ
Transliteration A: hypérēdys Transliteration B: hyperēdys Transliteration C: yperidys Beta Code: u(pe/rhdus

English (LSJ)

υ, exceedingly sweet, used in Sup. by Luc.Tim.41, etc. Adv. -έως very gladly or pleasantly, X.Cyr.1.6.21, Phld.Lib.p.43 O.: Sup. -ήδιστα Luc.DMort.9.1.

German (Pape)

[Seite 1195] υ, über die Maaßen süß, angenehm, gew. im superl. ὑπερήδιστος, Luc. Gall. 5 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

υς, υ;
extrêmement agréable;
Sp. ὑπερήδιστος.
Étymologie: ὑπέρ, ἡδύς.

Russian (Dvoretsky)

ὑπέρηδυς: εῖα, υ (только superl.) в высшей степени приятный Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρηδυς: υ, ὑπερβαλλόντως ἡδύς, ἐν χρήσει ἐν τῷ ὑπερθ. ὑπερήδιστος παρὰ Λουκ. ἐν Τίμ. 41, κλπ. - Ἐπίρρ. -έως, τούτῳ οἱ ἄνθρωποι ὑπερηδέως πείθονται Ξεν. Κύρ. 1. 6, 21· ὑπερθ. ὑπερήδιστα, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 9. 1.

Greek Monolingual

-υ, Α
γλυκύτατος, πάρα πολύ ευχάριστος.
επίρρ...
ὑπερηδέως Α
με εξαιρετικά μεγάλη ευχαρίστηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἡδύς «γλυκός, ευχάριστος»].

Greek Monotonic

ὑπέρηδυς: -υ, υπερβολικά γλυκός, σε Λουκ.· επίρρ. -έως, σε Ξεν.· υπερθ. -ήδιστα, σε Λουκ.

Middle Liddell

ὑπέρ-ηδυς, υ,
exceeding sweet, Luc. adv. -έως, Xen.; Sup. -ήδιστα, Luc.