ὑπέρηδυς: Difference between revisions
Οὐκ ἔστι λύπης χεῖρον ἀνθρώποις κακόν → Maerore nullum hominibus est peius malum → für Menschen gibt's kein größres Leid als Traurigkeit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=υς, υ;<br />extrêmement agréable;<br /><i>Sp.</i> ὑπερήδιστος.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[ἡδύς]]. | |btext=υς, υ;<br />extrêmement agréable;<br /><i>Sp.</i> ὑπερήδιστος.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[ἡδύς]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπέρηδυς:''' εῖα, υ (только superl.) в высшей степени приятный Luc. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπέρηδυς:''' -υ, υπερβολικά [[γλυκός]], σε Λουκ.· επίρρ. <i>-έως</i>, σε Ξεν.· υπερθ. <i>-[[ήδιστα]]</i>, σε Λουκ. | |lsmtext='''ὑπέρηδυς:''' -υ, υπερβολικά [[γλυκός]], σε Λουκ.· επίρρ. <i>-έως</i>, σε Ξεν.· υπερθ. <i>-[[ήδιστα]]</i>, σε Λουκ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ὑπέρ]]-ηδυς, υ,<br />[[exceeding]] [[sweet]], Luc. adv. -έως, Xen.; Sup. -ήδιστα, Luc. | |mdlsjtxt=[[ὑπέρ]]-ηδυς, υ,<br />[[exceeding]] [[sweet]], Luc. adv. -έως, Xen.; Sup. -ήδιστα, Luc. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:55, 3 October 2022
English (LSJ)
υ, exceedingly sweet, used in Sup. by Luc.Tim.41, etc. Adv. -έως very gladly or pleasantly, X.Cyr.1.6.21, Phld.Lib.p.43 O.: Sup. -ήδιστα Luc.DMort.9.1.
German (Pape)
[Seite 1195] υ, über die Maaßen süß, angenehm, gew. im superl. ὑπερήδιστος, Luc. Gall. 5 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
υς, υ;
extrêmement agréable;
Sp. ὑπερήδιστος.
Étymologie: ὑπέρ, ἡδύς.
Russian (Dvoretsky)
ὑπέρηδυς: εῖα, υ (только superl.) в высшей степени приятный Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέρηδυς: υ, ὑπερβαλλόντως ἡδύς, ἐν χρήσει ἐν τῷ ὑπερθ. ὑπερήδιστος παρὰ Λουκ. ἐν Τίμ. 41, κλπ. - Ἐπίρρ. -έως, τούτῳ οἱ ἄνθρωποι ὑπερηδέως πείθονται Ξεν. Κύρ. 1. 6, 21· ὑπερθ. ὑπερήδιστα, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 9. 1.
Greek Monolingual
-υ, Α
γλυκύτατος, πάρα πολύ ευχάριστος.
επίρρ...
ὑπερηδέως Α
με εξαιρετικά μεγάλη ευχαρίστηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἡδύς «γλυκός, ευχάριστος»].
Greek Monotonic
ὑπέρηδυς: -υ, υπερβολικά γλυκός, σε Λουκ.· επίρρ. -έως, σε Ξεν.· υπερθ. -ήδιστα, σε Λουκ.
Middle Liddell
ὑπέρ-ηδυς, υ,
exceeding sweet, Luc. adv. -έως, Xen.; Sup. -ήδιστα, Luc.