ὑπαγκάλισμα: Difference between revisions

From LSJ

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> action de prendre dans ses bras, étreinte;<br /><b>2</b> embrassement.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπαγκαλίζω]].
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> action de prendre dans ses bras, étreinte;<br /><b>2</b> embrassement.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπαγκαλίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπαγκάλισμα:''' ατος τό обнимаемое Soph.: ὑ. μητρὶ φίλτατον Eur. бесценное для матери сокровище.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπαγκάλισμα:''' [ᾰ], -ατος, τό, αυτό που σφίγγεται στην [[αγκαλιά]], σφιχταγκαλιάζεται, αγαπητό, αγαπημένο [[πρόσωπο]], σε Σοφ., Ευρ.
|lsmtext='''ὑπαγκάλισμα:''' [ᾰ], -ατος, τό, αυτό που σφίγγεται στην [[αγκαλιά]], σφιχταγκαλιάζεται, αγαπητό, αγαπημένο [[πρόσωπο]], σε Σοφ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπαγκάλισμα:''' ατος τό обнимаемое Soph.: ὑ. μητρὶ φίλτατον Eur. бесценное для матери сокровище.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὑπᾰγκάλισμα, ατος, τό, [from ὑπαγκᾰλίζω]<br />that [[which]] is clasped in the [[arms]], a [[beloved]] one, Soph., Eur.
|mdlsjtxt=ὑπᾰγκάλισμα, ατος, τό, [from ὑπαγκᾰλίζω]<br />that [[which]] is clasped in the [[arms]], a [[beloved]] one, Soph., Eur.
}}
}}

Revision as of 21:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπαγκᾰλισμα Medium diacritics: ὑπαγκάλισμα Low diacritics: υπαγκάλισμα Capitals: ΥΠΑΓΚΑΛΙΣΜΑ
Transliteration A: hypankálisma Transliteration B: hypankalisma Transliteration C: ypagkalisma Beta Code: u(pagka/lisma

English (LSJ)

ατος, τό, that which is clasped in the arms, a beloved one, of a wife or mistress, S.Tr.540; of a child, E.Tr.757: cf. παραγκάλισμα.

German (Pape)

[Seite 1179] τό, das, was man in die Arme nimmt, der Gegenstand der Umarmung, Gattinn, Geliebte, Eur. Troad. 752 Hel. 247. – Auch die Umarmung, δύ' οὖσαι μίμνομεν μιᾶς ὑπὸ χλαίνης ὑπαγκάλισμα, Soph. Trach. 537.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 action de prendre dans ses bras, étreinte;
2 embrassement.
Étymologie: ὑπαγκαλίζω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπαγκάλισμα: ατος τό обнимаемое Soph.: ὑ. μητρὶ φίλτατον Eur. бесценное для матери сокровище.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπαγκάλισμα: [ᾰ], τό, τὸ εἰς τὰς ἀγκάλας λαμβανόμενον, ἀγαπητὸν πλάσμα, ἐπὶ συζύγου ἢ ἐρωμένης, Σοφ. Τρ. 540˙ ἐπὶ τέκνου, Εὐρ. Τρῳ. 752˙ ἐπὶ κάλπης, χειρὸς ὑπ. ἐμῆς (ἐκ διορθώσεως τοῦ Elmsl. εἰς Εὐριπ. Ἡρακλ. 42), ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 1337˙ - πρβλ. παραγκάλισμα.

Greek Monolingual

τὸ, Α ὑπαγκαλίζω
(για τέκνο, σύζυγο ή ερωμένη) το αντικείμενο του εναγκαλισμού, αγαπητό πλάσμα («ὦ νέον ὑπαγκάλισμα μητρὶ φίλτατον», Ευρ.).

Greek Monotonic

ὑπαγκάλισμα: [ᾰ], -ατος, τό, αυτό που σφίγγεται στην αγκαλιά, σφιχταγκαλιάζεται, αγαπητό, αγαπημένο πρόσωπο, σε Σοφ., Ευρ.

Middle Liddell

ὑπᾰγκάλισμα, ατος, τό, [from ὑπαγκᾰλίζω]
that which is clasped in the arms, a beloved one, Soph., Eur.