ὑπερορία: Difference between revisions

From LSJ

τίκτει τοι κόρος ὕβριν, ὅταν κακῷ ὄλβος ἕπηται ἀνθρώπῳ καὶ ὅτῳ μὴ νόος ἄρτιος ᾖ → satiety engenders hybris when great prosperity attends on a base man or one whose mind is not set up right

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />v. [[ὑπερόριος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />v. [[ὑπερόριος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπερορία:''' ἡ (sc. γῆ) зарубежные края (Xen. etc.; εἰς τὴν ὑπερορίαν ἀποδημεῖν Plat.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπερορία:''' ἡ, βλ. [[ὑπερόριος]].
|lsmtext='''ὑπερορία:''' ἡ, βλ. [[ὑπερόριος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπερορία:''' ἡ (sc. γῆ) зарубежные края (Xen. etc.; εἰς τὴν ὑπερορίαν ἀποδημεῖν Plat.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὑπερορία]], ἡ, [v. [[ὑπερόριος]].]
|mdlsjtxt=[[ὑπερορία]], ἡ, [v. [[ὑπερόριος]].]
}}
}}

Revision as of 22:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερορία Medium diacritics: ὑπερορία Low diacritics: υπερορία Capitals: ΥΠΕΡΟΡΙΑ
Transliteration A: hyperoría Transliteration B: hyperoria Transliteration C: yperoria Beta Code: u(perori/a

English (LSJ)

ἡ, v. ὑπερόριος 1.2.

German (Pape)

[Seite 1200] ἡ, s. ὑπερόριος.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
v. ὑπερόριος.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερορία: ἡ (sc. γῆ) зарубежные края (Xen. etc.; εἰς τὴν ὑπερορίαν ἀποδημεῖν Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερορία: ἡ, ἴδε ὑπερόριος.

Greek Monolingual

η / ὑπερορία, ΝΜΑ
βλ. υπερόριος.

Greek Monotonic

ὑπερορία: ἡ, βλ. ὑπερόριος.

Middle Liddell

ὑπερορία, ἡ, [v. ὑπερόριος.]