ὑποπεπτωκότως: Difference between revisions

From LSJ

τότε λαλήσει πρὸς αὐτοὺς ἐν ὀργῇ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ ταράξει αὐτούς → then shall he speak to them in his anger, and trouble them in his fury

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1228.png Seite 1228]] adv. part. perf. act. zu [[ὑποπίπτω]], demüthig, καὶ ταπεινῶς Pol. 35, 2,13.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1228.png Seite 1228]] adv. part. perf. act. zu [[ὑποπίπτω]], demüthig, καὶ ταπεινῶς Pol. 35, 2,13.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποπεπτωκότως:''' [adv. от part. pf. к [[ὑποπίπτω]] униженно (ὑ. καὶ [[ταπεινῶς]] τοῖς λόγοις [[χρῆσθαι]] Polyb.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> με χαμηλό [[φρόνημα]] και, κατ' επέκτ., με [[χαμέρπεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑποπεπτωκώς</i>, -<i>ότος</i>, μτχ. παρακμ. του ρ. [[ὑποπίπτω]] «[[πέφτω]], [[καταπέφτω]]» <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ως</i>].
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> με χαμηλό [[φρόνημα]] και, κατ' επέκτ., με [[χαμέρπεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑποπεπτωκώς</i>, -<i>ότος</i>, μτχ. παρακμ. του ρ. [[ὑποπίπτω]] «[[πέφτω]], [[καταπέφτω]]» <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ως</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποπεπτωκότως:''' [adv. от part. pf. к [[ὑποπίπτω]] униженно (ὑ. καὶ [[ταπεινῶς]] τοῖς λόγοις [[χρῆσθαι]] Polyb.).
}}
}}

Revision as of 22:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποπεπτωκότως Medium diacritics: ὑποπεπτωκότως Low diacritics: υποπεπτωκότως Capitals: ΥΠΟΠΕΠΤΩΚΟΤΩΣ
Transliteration A: hypopeptōkótōs Transliteration B: hypopeptōkotōs Transliteration C: ypopeptokotos Beta Code: u(popeptwko/tws

English (LSJ)

Adv. pf. part. Act. of ὑποπίπτω, submissively, ὑ. καὶ ταπεωῶς Plb.35.2.13.

German (Pape)

[Seite 1228] adv. part. perf. act. zu ὑποπίπτω, demüthig, καὶ ταπεινῶς Pol. 35, 2,13.

Russian (Dvoretsky)

ὑποπεπτωκότως: [adv. от part. pf. к ὑποπίπτω униженно (ὑ. καὶ ταπεινῶς τοῖς λόγοις χρῆσθαι Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑποπεπτωκότως: ἐπιρρ. μετοχ. πρκμ. ἐνεργ. τοῦ ὑποπίπτω, ἐν καταπτώσει φρονήματος, δουλοφρόνως, χαμερπῶς, ὑπ. καὶ ταπεινῶς Πολύβ. 35. 2, 13.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. με χαμηλό φρόνημα και, κατ' επέκτ., με χαμέρπεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑποπεπτωκώς, -ότος, μτχ. παρακμ. του ρ. ὑποπίπτω «πέφτω, καταπέφτω» + επιρρμ. κατάλ. -ως].