ὑποχρίω: Difference between revisions

From LSJ

γεγόναμεν γὰρ πρὸς συνεργίαν ὡς πόδες, ὡς χεῖρες, ὡς βλέφαρα, ὡς οἱ στοῖχοι τῶν ἄνω καὶ κάτω ὀδόντων. τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν → we are all made for mutual assistance, as the feet, the hands, and the eyelids, as the rows of the upper and under teeth, from whence it follows that clashing and opposition is perfectly unnatural

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=enduire par dessous ; <i>particul.</i> teindre <i>ou</i> farder le bord des yeux : τινα de qqn;<br /><i><b>Moy.</b></i> ὑποχρίομαι se teindre <i>ou</i> se farder : τοὺς ὀφθαλμούς XÉN le bord des yeux.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[χρίω]].
|btext=enduire par dessous ; <i>particul.</i> teindre <i>ou</i> farder le bord des yeux : τινα de qqn;<br /><i><b>Moy.</b></i> ὑποχρίομαι se teindre <i>ou</i> se farder : τοὺς ὀφθαλμούς XÉN le bord des yeux.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[χρίω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποχρίω:''' [[смазывать]], [[намазывать]] (τινί τι Her.): ὑ. τινί Xen. подмазывать кому-л. глаза; ὑποχρίεσθαι τοὺς ὀφθαλμούς Xen. подводить себе глаза.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑποχρίω:''' [ῑ], [[αλείφω]] από [[κάτω]] ή [[επαλείφω]], <i>τί τινι</i>, σε Ηρόδ.· [[ὑποχρίω]] τινί, βάφει το πρόσωπό του [[κάτω]] από τα μάτια, σε Ξεν. — Μέσ., <i>ὑποχρίεσθαι τοὺς ὀφθαλμούς</i>, [[βάφω]] τα μάτια μου από [[κάτω]], στον ίδ.
|lsmtext='''ὑποχρίω:''' [ῑ], [[αλείφω]] από [[κάτω]] ή [[επαλείφω]], <i>τί τινι</i>, σε Ηρόδ.· [[ὑποχρίω]] τινί, βάφει το πρόσωπό του [[κάτω]] από τα μάτια, σε Ξεν. — Μέσ., <i>ὑποχρίεσθαι τοὺς ὀφθαλμούς</i>, [[βάφω]] τα μάτια μου από [[κάτω]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποχρίω:''' [[смазывать]], [[намазывать]] (τινί τι Her.): ὑ. τινί Xen. подмазывать кому-л. глаза; ὑποχρίεσθαι τοὺς ὀφθαλμούς Xen. подводить себе глаза.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to [[smear]] under or [[upon]], τί τινι Hdt.; ὑπ. τινί to [[paint]] his [[face]] under the eyes, Xen.:—Mid., ὑποχρίεσθαι τοὺς ὀφθαλμούς to [[paint]] one's own eyes [[underneath]], Xen.
|mdlsjtxt=<br />to [[smear]] under or [[upon]], τί τινι Hdt.; ὑπ. τινί to [[paint]] his [[face]] under the eyes, Xen.:—Mid., ὑποχρίεσθαι τοὺς ὀφθαλμούς to [[paint]] one's own eyes [[underneath]], Xen.
}}
}}

Revision as of 22:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποχρίω Medium diacritics: ὑποχρίω Low diacritics: υποχρίω Capitals: ΥΠΟΧΡΙΩ
Transliteration A: hypochríō Transliteration B: hypochriō Transliteration C: ypochrio Beta Code: u(poxri/w

English (LSJ)

[ῑ], smear under or on, besmear, anoint, τινί τι Hdt. 2.86, Hp.Fract.21; paint another's face under the eyes, X.Cyr.8.8.20:—Med., paint oneself, ὑποχρίεσθαι τοὺς ὀφθαλμούς (cf. ὑπογράφω v) ib.8.1.41; anoint oneself slightly, Aret.CD1.3.

French (Bailly abrégé)

enduire par dessous ; particul. teindre ou farder le bord des yeux : τινα de qqn;
Moy. ὑποχρίομαι se teindre ou se farder : τοὺς ὀφθαλμούς XÉN le bord des yeux.
Étymologie: ὑπό, χρίω.

Russian (Dvoretsky)

ὑποχρίω: смазывать, намазывать (τινί τι Her.): ὑ. τινί Xen. подмазывать кому-л. глаза; ὑποχρίεσθαι τοὺς ὀφθαλμούς Xen. подводить себе глаза.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποχρίω: [ῑ], χρίω ὑποκάτω ἢ ὀλίγον, Λατ. sublinere, τινί τι Ἡρόδ. 2. 86, Ἱππ. π. Ἀγμ. 765· τοὺς κοσμητάς, οἳ ὑποχρίουσί τε καὶ ἐντρίβουσιν αὐτοὺς Ξεν. Κύρ. Παιδ. 8. 8. 20. ― Μέσ., καὶ ὑποχρίεσθαι τοὺς ὀφθαλμοὺς (πρβλ. ὑπογράφω V)... ὡς εὐοφθαλμότεροι φαίνοιντο ἢ εἰσὶ Ξεν. Κύρ. Παιδ. 8. 1, 41· ἀλείφομαι ὀλίγον, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπ. 1. 3.

Spanish

ungir

Greek Monolingual

ΜΑ χρίω
αλείφω αποκάτω ή λίγο
αρχ.
(ενεργ. και μέσ.) ψιμυθιώνω, φτιασιδώνω τα κάτω από τους οφθαλμούς μέρη («ὑποχρίεσθαι τοὺς ὀφθαλμοὺς... ὡς εὐοφθαλμότεροι φαίνοντο ἢ εἰσι», Ξεν.).

Greek Monotonic

ὑποχρίω: [ῑ], αλείφω από κάτω ή επαλείφω, τί τινι, σε Ηρόδ.· ὑποχρίω τινί, βάφει το πρόσωπό του κάτω από τα μάτια, σε Ξεν. — Μέσ., ὑποχρίεσθαι τοὺς ὀφθαλμούς, βάφω τα μάτια μου από κάτω, στον ίδ.

Middle Liddell


to smear under or upon, τί τινι Hdt.; ὑπ. τινί to paint his face under the eyes, Xen.:—Mid., ὑποχρίεσθαι τοὺς ὀφθαλμούς to paint one's own eyes underneath, Xen.