ὑποπτυχίς: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus

Menander, Monostichoi, 195
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ίδος (ἡ) :<br />pli en dessous ; θώρακος PLUT défaut de la cuirasse.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[πτύσσω]].
|btext=ίδος (ἡ) :<br />pli en dessous ; θώρακος PLUT défaut de la cuirasse.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[πτύσσω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποπτῠχίς:''' ίδος ἡ сгиб, шов (τοῦ θώρακος Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑποπτῠχίς:''' -[[ίδος]], ἡ ([[πτυχή]]), [[κλείδωση]], [[άρθρωση]], <i>τοῦ [[θώρακος]]</i>, σε Πλούτ.
|lsmtext='''ὑποπτῠχίς:''' -[[ίδος]], ἡ ([[πτυχή]]), [[κλείδωση]], [[άρθρωση]], <i>τοῦ [[θώρακος]]</i>, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποπτῠχίς:''' ίδος ἡ сгиб, шов (τοῦ θώρακος Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὑπο-πτῠχίς, ίδος, ἡ, [[πτυχή]]<br />a [[joint]], τοῦ θώρακος Plut.
|mdlsjtxt=ὑπο-πτῠχίς, ίδος, ἡ, [[πτυχή]]<br />a [[joint]], τοῦ θώρακος Plut.
}}
}}

Revision as of 22:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποπτῠχίς Medium diacritics: ὑποπτυχίς Low diacritics: υποπτυχίς Capitals: ΥΠΟΠΤΥΧΙΣ
Transliteration A: hypoptychís Transliteration B: hypoptychis Transliteration C: ypoptychis Beta Code: u(poptuxi/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, joint, τοῦ θώρακος Plu.Alex.16.

German (Pape)

[Seite 1230] ίδος, ἡ, Falte, Fuge, θώρακος, Plut. Alex. 16.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
pli en dessous ; θώρακος PLUT défaut de la cuirasse.
Étymologie: ὑπό, πτύσσω.

Russian (Dvoretsky)

ὑποπτῠχίς: ίδος ἡ сгиб, шов (τοῦ θώρακος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑποπτῠχίς: -ίδος, ἡ, «τὸ μέρος ὅπου πτύσεται ὁ θώραξ παρὰ τὸν βουβῶνα» (Κοραῆς), ἀκοντισθεὶς μὲν ὑπὸ τὴν ὑποπτυχίδα τοῦ θώρακος οὐκ ἐτρώθη Πλουτ. Ἀλέξ. 16.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
πτυχή κάτω από κάτι («ἀκοντισθεὶς μὲν ὑπὸ τὴν ὑποπτυχίδα τοῦ θώρακος οὐκ ἐτρώθη», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + πτυχή + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. ψηφ-ίς)].

Greek Monotonic

ὑποπτῠχίς: -ίδος, ἡ (πτυχή), κλείδωση, άρθρωση, τοῦ θώρακος, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ὑπο-πτῠχίς, ίδος, ἡ, πτυχή
a joint, τοῦ θώρακος Plut.