ὑποσπανίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=commencer à manquer de, gén. : βορᾶς ESCHL de nourriture ; [[τί]] δ’ ἐστὶ χρείας τῆσδ’ ὑπεσπανισμένον SOPH en quoi s'aperçoit-on que cela fasse faute ?<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[σπανίζω]].
|btext=commencer à manquer de, gén. : βορᾶς ESCHL de nourriture ; [[τί]] δ’ ἐστὶ χρείας τῆσδ’ ὑπεσπανισμένον SOPH en quoi s'aperçoit-on que cela fasse faute ?<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[σπανίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποσπᾰνίζομαι:''' [[ощущать некоторый недостаток]], [[нуждаться]] (βορᾶς Aesch.): τί δ᾽ [[ἔστι]] χρείας τῆσδ᾽ ὑπεσπανισμένον; Soph. что же в этом деле упущено?
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑποσπᾰνίζομαι:''' Παθ., μτχ. παρακ. <i>ὑπεσπανισμένος</i>, είμαι [[ανεπαρκής]] ή στερούμαι ενός πράγματος, με γεν., σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, είμαι [[λειψός]], έχω μείνει [[ανεκτέλεστος]], ατελείωτος, μισοτελειωμένος, σε Σοφ.
|lsmtext='''ὑποσπᾰνίζομαι:''' Παθ., μτχ. παρακ. <i>ὑπεσπανισμένος</i>, είμαι [[ανεπαρκής]] ή στερούμαι ενός πράγματος, με γεν., σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, είμαι [[λειψός]], έχω μείνει [[ανεκτέλεστος]], ατελείωτος, μισοτελειωμένος, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποσπᾰνίζομαι:''' [[ощущать некоторый недостаток]], [[нуждаться]] (βορᾶς Aesch.): τί δ᾽ [[ἔστι]] χρείας τῆσδ᾽ ὑπεσπανισμένον; Soph. что же в этом деле упущено?
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=Pass., perf. [[part]]. ὑπεσπανισμένος<br /><b class="num">1.</b> to be [[scant]] or [[stinted]] of a [[thing]], c. gen., Aesch.<br /><b class="num">2.</b> of things, to be [[lacking]], [[left]] [[undone]], Soph.
|mdlsjtxt=Pass., perf. [[part]]. ὑπεσπανισμένος<br /><b class="num">1.</b> to be [[scant]] or [[stinted]] of a [[thing]], c. gen., Aesch.<br /><b class="num">2.</b> of things, to be [[lacking]], [[left]] [[undone]], Soph.
}}
}}

Revision as of 22:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποσπᾰνίζομαι Medium diacritics: ὑποσπανίζομαι Low diacritics: υποσπανίζομαι Capitals: ΥΠΟΣΠΑΝΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: hypospanízomai Transliteration B: hypospanizomai Transliteration C: ypospanizomai Beta Code: u(pospani/zomai

English (LSJ)

Pass., used by Trag. only in pf. part., A to be scant or stinted of, ὑπεσπανισμένοι βορᾶς A.Pers.489, cf. Ch.577. 2 of things, to be lacking, to be left undone, τί δ' ἐστὶ χρείας τῆσδ' ὑπεσπανισμένον (cf. χρεία 11.4) S.Aj.740. II Act. in signf. 1.1, Procop. Goth.2.20, 3.25; in signf. 1.2, Ph.2.64,73.

French (Bailly abrégé)

commencer à manquer de, gén. : βορᾶς ESCHL de nourriture ; τί δ’ ἐστὶ χρείας τῆσδ’ ὑπεσπανισμένον SOPH en quoi s'aperçoit-on que cela fasse faute ?
Étymologie: ὑπό, σπανίζω.

Russian (Dvoretsky)

ὑποσπᾰνίζομαι: ощущать некоторый недостаток, нуждаться (βορᾶς Aesch.): τί δ᾽ ἔστι χρείας τῆσδ᾽ ὑπεσπανισμένον; Soph. что же в этом деле упущено?

Greek (Liddell-Scott)

ὑποσπᾰνίζομαι: Παθητ., ἐν χρήσει παρὰ Τραγικ. μόνον ἐν τῇ μετοχῇ τοῦ πρκμ., εὑρίσκομαι ἐν σπάνει πράγματός τινος, ὑπεσπανισμένους βορᾶς Αἰσχύλ. Πέρσ. 489, πρβλ. Χο. 577. 2) ἐπὶ πραγμάτων, μένω ἀτέλεστον, τί δ’ ἔστι χρείας τῆσδ’ ὑπεσπανισμένον) (πρβλ. χρεία ΙΙ. 4), Σοφ. Αἴ. 740. ΙΙ. τὸ ἐνεργ. εἶναι ἐν χρήσει ἐπὶ τῆς σημασ. 1 παρὰ Προκοπ., ἐπὶ δὲ τῆς σημασ. 2 παρὰ Φίλωνι.

Greek Monotonic

ὑποσπᾰνίζομαι: Παθ., μτχ. παρακ. ὑπεσπανισμένος, είμαι ανεπαρκής ή στερούμαι ενός πράγματος, με γεν., σε Αισχύλ.
2. λέγεται για πράγματα, είμαι λειψός, έχω μείνει ανεκτέλεστος, ατελείωτος, μισοτελειωμένος, σε Σοφ.

Middle Liddell

Pass., perf. part. ὑπεσπανισμένος
1. to be scant or stinted of a thing, c. gen., Aesch.
2. of things, to be lacking, left undone, Soph.