ὠμοβρώς: Difference between revisions

From LSJ

αἱ μέν ἀποφάσεις ἐπί τῶν θείων ἀληθεῖς, αἱ δέ καταφάσεις ἀνάρμοστοι τῇ κρυφιότητι τῶν ἀποῤῥήτων → as concerns the things of the gods, negative pronouncements are true, but positive ones are inadequate to their hidden character

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῶτος (ὁ, ἡ)<br /><i>c.</i> [[ὠμοβόρος]].
|btext=ῶτος (ὁ, ἡ)<br /><i>c.</i> [[ὠμοβόρος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὠμοβρώς:''' ῶτος adj. [[ὠμός]]<br /><b class="num">1)</b> [[едящий сырое мясо]] Soph., Eur.;<br /><b class="num">2)</b> [[кровожадный]], [[жестокий]] (ἀποινόδικοι δίκαι Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὠμοβρώς:''' -ῶτος, ὁ, ἡ ([[βιβρώσκω]]), αυτός που τρώει ωμό [[κρέας]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ὠμοβρώς:''' -ῶτος, ὁ, ἡ ([[βιβρώσκω]]), αυτός που τρώει ωμό [[κρέας]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὠμοβρώς:''' ῶτος adj. [[ὠμός]]<br /><b class="num">1)</b> [[едящий сырое мясо]] Soph., Eur.;<br /><b class="num">2)</b> [[кровожадный]], [[жестокий]] (ἀποινόδικοι δίκαι Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὠμο-βρώς, ῶτος, ὁ, ἡ, [[βιβρώσκω]]<br />[[eating]] raw [[flesh]], Eur.
|mdlsjtxt=ὠμο-βρώς, ῶτος, ὁ, ἡ, [[βιβρώσκω]]<br />[[eating]] raw [[flesh]], Eur.
}}
}}

Revision as of 22:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠμοβρώς Medium diacritics: ὠμοβρώς Low diacritics: ωμοβρώς Capitals: ΩΜΟΒΡΩΣ
Transliteration A: ōmobrṓs Transliteration B: ōmobrōs Transliteration C: omovros Beta Code: w)mobrw/s

English (LSJ)

ῶτος, ὁ, ἡ, eating raw flesh, E.Tr. 436, HF889 (lyr.), Tim.Pers.150, prob. in S.Fr.799.5.

French (Bailly abrégé)

ῶτος (ὁ, ἡ)
c. ὠμοβόρος.

Russian (Dvoretsky)

ὠμοβρώς: ῶτος adj. ὠμός
1) едящий сырое мясо Soph., Eur.;
2) кровожадный, жестокий (ἀποινόδικοι δίκαι Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ὠμοβρώς: ῶτος, ὁ, ἡ, ὁ ἐσθίων ὠμὸν κρέας, Εὐρ. Τρῳ. 436, Ἡρ. Μαιν. 887· καὶ πιθανῶς διορθωτέον ὠμοβρὼς ἀντὶ -βρῶτα ἐν Σοφ. Ἀποσπ. 153.

Greek Monolingual

-ῶτος, ὁ, ἡ, Α
1. ωμοβόρος
2. ὠμόβρωτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + -βρώς (< βιβρώσκω «τρώω»), πρβλ. σαρκο-βρώς].

Greek Monotonic

ὠμοβρώς: -ῶτος, ὁ, ἡ (βιβρώσκω), αυτός που τρώει ωμό κρέας, σε Ευρ.

Middle Liddell

ὠμο-βρώς, ῶτος, ὁ, ἡ, βιβρώσκω
eating raw flesh, Eur.