жестокий
From LSJ
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
Russian > Greek
ὠμός, ἀνάλγητος, νηλεής, νηλειής, νηλής, ἀτερπής, ἀναιδής, πολύπικρος, δεισήνωρ, ἄθλιος, ἀέθλιος, δακέθυμος, ἄγριος, ὠμοβρώς, δυσηλεγής, ἀταρτηρός, βαρύποτμος, λυγρός, δυσηχής, δυσαχής, ταλαύρινος, ἄστοργος, πολύπονος, ἰσχυρός, αἰανής, δαΐκτωρ, ἀπηνής, στυγερός, ἀστεμφής, ἀχάριστος, ἀνήμερος, ἄτεγκτος, ἀτειρής, λευγαλέος, μογερός, σχέτλιος, πικρός, ὀξύς, δριμύς, αὐθάδης, ὑπερβαρής, καρτερός, κρατερόφρων, πολύστονος, στερρός, σκοτεινός, βαρύς, θυμοδακής, μέλας, βίαιος, τραχύς, τρηχύς, νεανικός, χειμέριος, ἀνήκεστος, χαλεπός