Ὤλενος: Difference between revisions
ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → the tears of whores and public speakers are identical
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ἡ) :<br />Olénos :<br /><b>1</b> v. d’Étolie;<br /><b>2</b> v. d’Achaïe. | |btext=ου (ἡ) :<br />Olénos :<br /><b>1</b> v. d’Étolie;<br /><b>2</b> v. d’Achaïe. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Ὤλενος:''' ἡ Олен<br /><b class="num">1)</b> [[город в Этолии]], [[у подошвы горы Аракинф]] Hom., Soph.;<br /><b class="num">2)</b> [[город в Ахайе]] Her. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Ὤλενος:''' ἡ, [[Ώλενος]], πόλη της Αχαΐας, σε Ομήρ. Ιλ.· πιθ. ονομάστηκε έτσι λόγω της θέσης της στην [[καμπή]] ([[ὠλένη]]) όρους. | |lsmtext='''Ὤλενος:''' ἡ, [[Ώλενος]], πόλη της Αχαΐας, σε Ομήρ. Ιλ.· πιθ. ονομάστηκε έτσι λόγω της θέσης της στην [[καμπή]] ([[ὠλένη]]) όρους. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[Ὤλενος]], ἡ,<br />[[Olenos]], a [[city]] of [[Achaia]], Il.; prob. named from its [[lying]] in the [[bend]] (ὠλένἠ of a [[hill]]. | |mdlsjtxt=[[Ὤλενος]], ἡ,<br />[[Olenos]], a [[city]] of [[Achaia]], Il.; prob. named from its [[lying]] in the [[bend]] (ὠλένἠ of a [[hill]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:19, 3 October 2022
English (LSJ)
ἡ, Olenos, a city of Achaia, Il.2.639: prob. named from its lying in the bend (ὠλένη) of a hill, hence Adj. Ὠλένιος, α, ον, Achaean, AP7.723.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
Olénos :
1 v. d’Étolie;
2 v. d’Achaïe.
Russian (Dvoretsky)
Ὤλενος: ἡ Олен
1) город в Этолии, у подошвы горы Аракинф Hom., Soph.;
2) город в Ахайе Her.
Greek (Liddell-Scott)
Ὤλενος: ἡ, πόλις τῆς Ἀχαΐας, Ἰλ.· ἴσως ὀνομασθεῖσα οὕτως ὡς κειμένη ἐπὶ τῆς ὠλένης ἢ κλιτύος ὄρους, ὡς τὸ Γερμανικὸν Ellenbogen (ἀγκών).
English (Autenrieth)
a town in Aetolia, on Mt. Aracynthus, Il. 2.639†.
Greek Monolingual
ἡ, Α
1. ονομασία πόλης της Αχαΐας
2. ονομασία πόλης της Αιτωλίας κοντά στην Πλευρώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠλένη «αγκώνας», με αναβιβασμό του τόνου. Η παραπάνω ονομασία οφείλεται πιθ. στο γεγονός ότι οι πόλεις ήταν χτισμένες ή στην καμπύλη λόφου ή στην στροφή ποταμού].
Greek Monotonic
Ὤλενος: ἡ, Ώλενος, πόλη της Αχαΐας, σε Ομήρ. Ιλ.· πιθ. ονομάστηκε έτσι λόγω της θέσης της στην καμπή (ὠλένη) όρους.
Middle Liddell
Ὤλενος, ἡ,
Olenos, a city of Achaia, Il.; prob. named from its lying in the bend (ὠλένἠ of a hill.