ῥοιζώδης: Difference between revisions

From LSJ

εὖγε, εὖγε, ὦ κύνες, ἕπεσθε → good, good, hounds; after her, hounds

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />bruyant ; impétueux.<br />'''Étymologie:''' [[ῥοῖζος]], -ωδης.
|btext=ης, ες :<br />bruyant ; impétueux.<br />'''Étymologie:''' [[ῥοῖζος]], -ωδης.
}}
{{elru
|elrutext='''ῥοιζώδης:''' [[шумящий]], [[шумный]] Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ῶδες, Α [[ῥοῑζος]]<br /><b>1.</b> [[ηχηρός]], [[θορυβώδης]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ῥοιζῶδες</i><br />η [[κίνηση]] που συνοδεύεται από θόρυβο, από [[σφύριγμα]].
|mltxt=-ῶδες, Α [[ῥοῑζος]]<br /><b>1.</b> [[ηχηρός]], [[θορυβώδης]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ῥοιζῶδες</i><br />η [[κίνηση]] που συνοδεύεται από θόρυβο, από [[σφύριγμα]].
}}
{{elru
|elrutext='''ῥοιζώδης:''' [[шумящий]], [[шумный]] Plut.
}}
}}

Revision as of 22:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥοιζώδης Medium diacritics: ῥοιζώδης Low diacritics: ροιζώδης Capitals: ΡΟΙΖΩΔΗΣ
Transliteration A: rhoizṓdēs Transliteration B: rhoizōdēs Transliteration C: roizodis Beta Code: r(oizw/dhs

English (LSJ)

ες, like or with a rushing noise, of the pulse, Archig. ap. Gal.8.647; of emission of breath, Id.5.231: τὸ ῥ. rapid, whizzing motion, Plu.2.923c.

German (Pape)

[Seite 848] ες, geräuschartig, geräuschvoll, Sp.; τὸ ῥοιζῶδες, geräuschvolle Schnelligkeit, Plut.; τῆς περιαγωγῆς, de fac. in orbe lun. 6, besser als die v.l. ῥιζῶδες.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
bruyant ; impétueux.
Étymologie: ῥοῖζος, -ωδης.

Russian (Dvoretsky)

ῥοιζώδης: шумящий, шумный Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ῥοιζώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ὅμοιος πρὸς ὁρμητικὸν ἦχον ἢ μετὰ ἤχου ὁρμητικοῦ, θορυβώδης, Γαλην.· τὸ ῥοιζῶδες, ὁρμητικὴ μετὰ συριγμοῦ καὶ θορύβου κίνησις, Πλούτ. 2. 923C.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α ῥοῑζος
1. ηχηρός, θορυβώδης
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ῥοιζῶδες
η κίνηση που συνοδεύεται από θόρυβο, από σφύριγμα.