ὑψίζυγος: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />assis sur un trône (<i>litt.</i> sur un banc de rameur) élevé, <i>ép. de Zeus</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ὕψι]], [[ζυγόν]]. | |btext=ος, ον :<br />assis sur un trône (<i>litt.</i> sur un banc de rameur) élevé, <i>ép. de Zeus</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ὕψι]], [[ζυγόν]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑψίζῠγος:''' [[высоко восседающий]] ([[Ζεύς]] Hom., Hes.; [[Κρονίδης]] Hes.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑψίζῠγος:''' -ον ([[ζυγόν]]), λέγεται για κωπηλάτη, αυτός που κάθεται σε υψηλή [[θέση]], [[κάθισμα]]· λέγεται για τον [[Δία]], υψηλόθρονος, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. | |lsmtext='''ὑψίζῠγος:''' -ον ([[ζυγόν]]), λέγεται για κωπηλάτη, αυτός που κάθεται σε υψηλή [[θέση]], [[κάθισμα]]· λέγεται για τον [[Δία]], υψηλόθρονος, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ὑψί-ζῠγος, ον, [[ζυγόν]]<br />of a [[rower]], [[sitting]] [[high]] on the benches; of [[Zeus]], [[high]]-[[throned]], Il., Hes. | |mdlsjtxt=ὑψί-ζῠγος, ον, [[ζυγόν]]<br />of a [[rower]], [[sitting]] [[high]] on the benches; of [[Zeus]], [[high]]-[[throned]], Il., Hes. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:20, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, prop. of a rower, sitting high on the benches: metaph. of Zeus, high-throned, Il.4.166, 7.69, al., Hes. Op. 18, B.10.3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
assis sur un trône (litt. sur un banc de rameur) élevé, ép. de Zeus.
Étymologie: ὕψι, ζυγόν.
Russian (Dvoretsky)
ὑψίζῠγος: высоко восседающий (Ζεύς Hom., Hes.; Κρονίδης Hes.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑψίζυγος: -ον, κυρίως ἐπὶ κωπηλάτου, ὁ καθήμενος ὑψηλὰ ἐπὶ τῶν ζυγῶν· ἀκολούθως μεταφορ. ἐπὶ τοῦ Διός, ὁ ἔχων τὸν θρόνον του ὑψηλά, ὁ κυβερνῶν τὰ πάντα, Ἰλ. Δ. 166, Ζ. 69, κ. ἀλλ., Ἡσιόδ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 18.
English (Autenrieth)
on the high rower's bench, high at the helm, high-throned, high-ruling. (Il.)
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.)
1. (για κωπηλάτη) αυτός που κάθεται ψηλά στα εδώλια της κωπηλασίας
2. (για τον Δία) μτφ. αυτός που έχει τον θρόνο του ψηλά, που κυβερνά από ψηλά («Ζεὺς δὲ σφι Κρονίδης ὑψίζυγος, αἰθέρι ναίων», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -ζυγος (< ζυγός), πρβλ. πολύ-ζυγος].
Greek Monotonic
ὑψίζῠγος: -ον (ζυγόν), λέγεται για κωπηλάτη, αυτός που κάθεται σε υψηλή θέση, κάθισμα· λέγεται για τον Δία, υψηλόθρονος, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
Middle Liddell
ὑψί-ζῠγος, ον, ζυγόν
of a rower, sitting high on the benches; of Zeus, high-throned, Il., Hes.