ὑψιγέννητος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui croît en hauteur, qui pousse haut.<br />'''Étymologie:''' [[ὕψι]], [[γεννάω]].
|btext=ος, ον :<br />qui croît en hauteur, qui pousse haut.<br />'''Étymologie:''' [[ὕψι]], [[γεννάω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑψιγέννητος:''' [[растущий ввысь]], [[длинный]] (ἐλάας [[κλάδος]] Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑψῐγέννητος:''' -ον, αυτός που έχει γεννηθεί [[ψηλά]], ἐλαίας [[ὑψιγέννητος]] [[κλάδος]], το [[κορυφαίο]] της [[βλαστάρι]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ὑψῐγέννητος:''' -ον, αυτός που έχει γεννηθεί [[ψηλά]], ἐλαίας [[ὑψιγέννητος]] [[κλάδος]], το [[κορυφαίο]] της [[βλαστάρι]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑψιγέννητος:''' [[растущий ввысь]], [[длинный]] (ἐλάας [[κλάδος]] Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὑψῐ-γέννητος, ον,<br />[[born]] on [[high]], ἐλαίας [[ὑψιγέννητος]] [[κλάδος]] its [[topmost]] [[shoot]], Aesch.
|mdlsjtxt=ὑψῐ-γέννητος, ον,<br />[[born]] on [[high]], ἐλαίας [[ὑψιγέννητος]] [[κλάδος]] its [[topmost]] [[shoot]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 22:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψῐγέννητος Medium diacritics: ὑψιγέννητος Low diacritics: υψιγέννητος Capitals: ΥΨΙΓΕΝΝΗΤΟΣ
Transliteration A: hypsigénnētos Transliteration B: hypsigennētos Transliteration C: ypsigennitos Beta Code: u(yige/nnhtos

English (LSJ)

ον, born on high, ἐλαίας ὑψιγέννητος κλάδος its topmost shoot, A.Eu.43.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui croît en hauteur, qui pousse haut.
Étymologie: ὕψι, γεννάω.

Russian (Dvoretsky)

ὑψιγέννητος: растущий ввысь, длинный (ἐλάας κλάδος Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑψῐγέννητος: -ον, ὁ ἐν ὕψει γεννηθείς, φυείς, ἔχοντ’ ἐλαίας θ’ ὑψιγέννητον κλάδον Αἰσχύλ. Εὐμ. 43.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει γεννηθεί ψηλά, που έχει αναπτυχθεί σε μεγάλο υψόμετρο («ἔχοντ' ἐλαίας θ' ὑψιγέννητον κλάδον», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -γέννητος (< γεννητός < γεννῶ), πρβλ. ἀρτι-γέννητος].

Greek Monotonic

ὑψῐγέννητος: -ον, αυτός που έχει γεννηθεί ψηλά, ἐλαίας ὑψιγέννητος κλάδος, το κορυφαίο της βλαστάρι, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ὑψῐ-γέννητος, ον,
born on high, ἐλαίας ὑψιγέννητος κλάδος its topmost shoot, Aesch.