ὑψιγέννητος
English (LSJ)
ὑψιγέννητον, born on high, ἐλαίας ὑψιγέννητος κλάδος its topmost shoot, A.Eu.43.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui croît en hauteur, qui pousse haut.
Étymologie: ὕψι, γεννάω.
German (Pape)
hochgeboren, hochgewachsen, ἐλαίας θ' ὑψιγέννητον κλάδον Aesch. Eum. 43.
Russian (Dvoretsky)
ὑψιγέννητος: растущий ввысь, длинный (ἐλάας κλάδος Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑψῐγέννητος: -ον, ὁ ἐν ὕψει γεννηθείς, φυείς, ἔχοντ’ ἐλαίας θ’ ὑψιγέννητον κλάδον Αἰσχύλ. Εὐμ. 43.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει γεννηθεί ψηλά, που έχει αναπτυχθεί σε μεγάλο υψόμετρο («ἔχοντ' ἐλαίας θ' ὑψιγέννητον κλάδον», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -γέννητος (< γεννητός < γεννῶ), πρβλ. ἀρτιγέννητος].
Greek Monotonic
ὑψῐγέννητος: -ον, αυτός που έχει γεννηθεί ψηλά, ἐλαίας ὑψιγέννητος κλάδος, το κορυφαίο της βλαστάρι, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
ὑψῐ-γέννητος, ον,
born on high, ἐλαίας ὑψιγέννητος κλάδος its topmost shoot, Aesch.