περικαής: Difference between revisions

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> brûlé tout autour <i>ou</i> de tous côtés (pays);<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> ardent, brûlant.<br />'''Étymologie:''' [[περικαίω]].
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> brûlé tout autour <i>ou</i> de tous côtés (pays);<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> ardent, brûlant.<br />'''Étymologie:''' [[περικαίω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''περικαής''': -ές, καίων ὁλόγυρα ἐκ τῆς πολλῆς θερμότητος, περικαέες πρὸς χεῖρα Ἱππ. 143C, πρβλ. 155C· ἐπὶ πυρετῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀφορ. 1255, κτλ.· ἐπὶ χώρας, περικαὲς τὸ [[χωρίον]] Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 8, 3· π. [[θερμότης]] Θεοφρ. περὶ Πυρὸς 44. ― Ἐπίρρ. περικαῶς, περικαῶς ἔχω τινός, καίομαι ὑπὸ σφοδροῦ ἔρωτος [[πρός]] τινα, Πλούτ. Ἀγησ. 11, Εὐναπ. Ἱστ. 116. 16.
|elnltext=περικαής -ές [περικαίω] gloeiend, heet; adv. περικαῶς brandend, overdr.. περικαῶς ἔσχεν hij was hevig verliefd Plut. Ages. 11.10.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 25:
|lsmtext='''περικαής:''' -ές (καίομαι), αυτός που καίγεται [[ολόγυρα]]· επίρρ. [[περικαῶς]] ἔχειν τινός, είμαι [[καυτός]] από [[αγάπη]] για..., σε Πλούτ.
|lsmtext='''περικαής:''' -ές (καίομαι), αυτός που καίγεται [[ολόγυρα]]· επίρρ. [[περικαῶς]] ἔχειν τινός, είμαι [[καυτός]] από [[αγάπη]] για..., σε Πλούτ.
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=περικαής -ές [περικαίω] gloeiend, heet; adv. περικαῶς brandend, overdr.. περικαῶς ἔσχεν hij was hevig verliefd Plut. Ages. 11.10.
|lstext='''περικαής''': -ές, καίων ὁλόγυρα ἐκ τῆς πολλῆς θερμότητος, περικαέες πρὸς χεῖρα Ἱππ. 143C, πρβλ. 155C· ἐπὶ πυρετῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀφορ. 1255, κτλ.· ἐπὶ χώρας, περικαὲς τὸ [[χωρίον]] Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 8, 3· π. [[θερμότης]] Θεοφρ. περὶ Πυρὸς 44. ― Ἐπίρρ. περικαῶς, περικαῶς ἔχω τινός, καίομαι ὑπὸ σφοδροῦ ἔρωτος [[πρός]] τινα, Πλούτ. Ἀγησ. 11, Εὐναπ. Ἱστ. 116. 16.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=περι-καής, ές [καίομαι]<br />on [[fire]] all [[round]]: adv., [[περικαῶς]] ἔχειν τινός to be hot with [[love]] for…, Plut.
|mdlsjtxt=περι-καής, ές [καίομαι]<br />on [[fire]] all [[round]]: adv., [[περικαῶς]] ἔχειν τινός to be hot with [[love]] for…, Plut.
}}
}}

Revision as of 18:03, 6 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικᾰής Medium diacritics: περικαής Low diacritics: περικαής Capitals: ΠΕΡΙΚΑΗΣ
Transliteration A: perikaḗs Transliteration B: perikaēs Transliteration C: perikais Beta Code: perikah/s

English (LSJ)

ές, exceedingly fiery, burning hot, π. πρὸς χεῖρα Hp.Coac. 154; πρὸς τὴν ἁφήν ib.223, cf. Aph.5.62, etc.; χωρίον J.BJ4.8.3; π. θερμότης Thphr.Ign.44. Adv. -καῶς, ἔχειν τινός to be hot with love for... Plu.Ages.11, Eun.Hist.p.274 D., cf. Id.VSp.501 B.

German (Pape)

[Seite 578] ές, ringsum angebrannt, Hippocr.; auch übertr., περικαῶς ἔχειν τινός, verliebt sein in Einen, Plut. Agesil. 11 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 brûlé tout autour ou de tous côtés (pays);
2 p. ext. ardent, brûlant.
Étymologie: περικαίω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περικαής -ές [περικαίω] gloeiend, heet; adv. περικαῶς brandend, overdr.. περικαῶς ἔσχεν hij was hevig verliefd Plut. Ages. 11.10.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. αυτός που καίει ολόκληρος, ο πάρα πολύ θερμός («οἱ περικαέες πρός χεῖρα», Ιπποκρ.)
2. φρ. «περικαὴς θερμότης» — ανυπόφορη θερμότητα.
επίρρ...
περικαῶς Α
(ιδίως σε φρ.) «περικαῶς ἔχω τινός»
μτφ. καίγομαι από σφοδρό έρωτα, από πάθος για κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -καής (< θ. καη-, πρβλ. -κάη-ν, αόρ. του καίω), πρβλ. διακαής.

Greek Monotonic

περικαής: -ές (καίομαι), αυτός που καίγεται ολόγυρα· επίρρ. περικαῶς ἔχειν τινός, είμαι καυτός από αγάπη για..., σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

περικαής: -ές, καίων ὁλόγυρα ἐκ τῆς πολλῆς θερμότητος, περικαέες πρὸς χεῖρα Ἱππ. 143C, πρβλ. 155C· ἐπὶ πυρετῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀφορ. 1255, κτλ.· ἐπὶ χώρας, περικαὲς τὸ χωρίον Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 8, 3· π. θερμότης Θεοφρ. περὶ Πυρὸς 44. ― Ἐπίρρ. περικαῶς, περικαῶς ἔχω τινός, καίομαι ὑπὸ σφοδροῦ ἔρωτος πρός τινα, Πλούτ. Ἀγησ. 11, Εὐναπ. Ἱστ. 116. 16.

Middle Liddell

περι-καής, ές [καίομαι]
on fire all round: adv., περικαῶς ἔχειν τινός to be hot with love for…, Plut.