ποικιλόστολος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />à la robe tachetée, <i>càd</i> à la proue peinte de couleurs variées.<br />'''Étymologie:''' [[ποικίλος]], [[στολή]].
|btext=ος, ον :<br />à la robe tachetée, <i>càd</i> à la proue peinte de couleurs variées.<br />'''Étymologie:''' [[ποικίλος]], [[στολή]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''ποικῐλόστολος''': -ον, ἐπὶ πλοίου, ὁ ἔχων τὴν πρῷραν ποικίλως κεκοσμημένην, πολλοῖς χρώμασι πεποικιλμένην, (ἴδε [[στόλος]] ἐν τέλ.), Σοφ. Φιλ. 343, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Jebb. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρήσεις σ. 274.
|elnltext=ποικιλόστολος -ον [ποικίλος, στολή] bont versierd.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 25:
|lsmtext='''ποικῐλόστολος:''' -ον ([[στόλος]] II), λέγεται για [[πλοίο]], με [[πλώρη]] πολύχρωμη, σε Σοφ.
|lsmtext='''ποικῐλόστολος:''' -ον ([[στόλος]] II), λέγεται για [[πλοίο]], με [[πλώρη]] πολύχρωμη, σε Σοφ.
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=ποικιλόστολος -ον [ποικίλος, στολή] bont versierd.
|lstext='''ποικῐλόστολος''': -ον, ἐπὶ πλοίου, ὁ ἔχων τὴν πρῷραν ποικίλως κεκοσμημένην, πολλοῖς χρώμασι πεποικιλμένην, (ἴδε [[στόλος]] ἐν τέλ.), Σοφ. Φιλ. 343, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Jebb. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρήσεις σ. 274.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ποικῐλό-στολος, ον, [[στόλος]] II]<br />of a [[ship]], with [[variegated]] [[prow]], Soph.
|mdlsjtxt=ποικῐλό-στολος, ον, [[στόλος]] II]<br />of a [[ship]], with [[variegated]] [[prow]], Soph.
}}
}}

Revision as of 18:05, 6 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποικῐλόστολος Medium diacritics: ποικιλόστολος Low diacritics: ποικιλόστολος Capitals: ΠΟΙΚΙΛΟΣΤΟΛΟΣ
Transliteration A: poikilóstolos Transliteration B: poikilostolos Transliteration C: poikilostolos Beta Code: poikilo/stolos

English (LSJ)

ον, of a ship, with variegated prow, S.Ph.343.

German (Pape)

[Seite 650] bunt gekleidet, übh. von buntem Aeußern, ναῦς, Soph. Phil. 343, wobei einige Ausleger an das hom. μιλτοπάρῃος, andere an ἐΰσσελμος, πολύζυγος u. ä. denken, Eust. aber erkl. πολλοῖς χρώμασι ποικιλλόμενον.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la robe tachetée, càd à la proue peinte de couleurs variées.
Étymologie: ποικίλος, στολή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποικιλόστολος -ον [ποικίλος, στολή] bont versierd.

Greek Monolingual

και δ. γρφ. ποικιλόστομος, -ον, Α
(για πλοίο) αυτός που έχει διακοσμημένη πλώρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -στολος (< στόλος < στέλλω). Ο τ. ποικιλόστομος < ποικίλος + -στομος (< στόμα)].

Greek Monotonic

ποικῐλόστολος: -ον (στόλος II), λέγεται για πλοίο, με πλώρη πολύχρωμη, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

ποικῐλόστολος: -ον, ἐπὶ πλοίου, ὁ ἔχων τὴν πρῷραν ποικίλως κεκοσμημένην, πολλοῖς χρώμασι πεποικιλμένην, (ἴδε στόλος ἐν τέλ.), Σοφ. Φιλ. 343, ἔνθα ἴδε σημ. Jebb. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρήσεις σ. 274.

Middle Liddell

ποικῐλό-στολος, ον, στόλος II]
of a ship, with variegated prow, Soph.