συμβολεύς: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-έως, ὁ, ΜΑ<br />αυτός που πλέκει («σχοίνων συμθολεῑς oἱ ψιαθοπλόκοι», Γρηγ. Κορ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[κερκίδα]], το [[εργαλείο]] με το οποίο πλέκουν τα δίχτια τους οι ψαράδες<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[φίλων]] [[συμβολεύς]]» — αυτός που προκαλεί [[διαμάχη]] [[ανάμεσα]] σε φίλους <b>(Φρύν.)</b><br />β) «γλώττης [[συμβολεύς]]» — [[διερμηνέας]] (<b>Πολυδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συμβολή]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>εύς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>προβολ</i>-<i>εύς</i>)].
|mltxt=-έως, ὁ, ΜΑ<br />αυτός που πλέκει («σχοίνων συμθολεῖς oἱ ψιαθοπλόκοι», Γρηγ. Κορ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[κερκίδα]], το [[εργαλείο]] με το οποίο πλέκουν τα δίχτια τους οι ψαράδες<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[φίλων]] [[συμβολεύς]]» — αυτός που προκαλεί [[διαμάχη]] [[ανάμεσα]] σε φίλους <b>(Φρύν.)</b><br />β) «γλώττης [[συμβολεύς]]» — [[διερμηνέας]] (<b>Πολυδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συμβολή]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>εύς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>προβολ</i>-<i>εύς</i>)].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συμβολεὺς''': [[σχοινίων]], ὁ, «[[σχοινίων]] δὲ συμβολεῖς οἱ ψιαθοπλόκοι» Γρηγ. Κορίνθ. 551. 2) «ἁλιευτικὸν [[σκεῦος]], περὶ ὃ τὰ λίνα πλέκουσιν» Ἡσύχ. ΙΙ. σ. φίλων, ὁ ἐγείρων φίλους εἰς ἔχθραν, Φρύνιχ. ἐν Α. Β. 62, 1, [[ἔνθα]] «[[συμβολεὺς]] τῶν φίλων: κατὰ τῶν τοὺς φίλους εἰς ἔχθραν συμβαλλομένων». ΙΙΙ. γλώττης συμβολεύς, [[ἑρμηνευτής]], διερμηνεύς, Πολυδ. Ε΄, 154.
|lstext='''συμβολεὺς''': [[σχοινίων]], ὁ, «[[σχοινίων]] δὲ συμβολεῖς οἱ ψιαθοπλόκοι» Γρηγ. Κορίνθ. 551. 2) «ἁλιευτικὸν [[σκεῦος]], περὶ ὃ τὰ λίνα πλέκουσιν» Ἡσύχ. ΙΙ. σ. φίλων, ὁ ἐγείρων φίλους εἰς ἔχθραν, Φρύνιχ. ἐν Α. Β. 62, 1, [[ἔνθα]] «[[συμβολεὺς]] τῶν φίλων: κατὰ τῶν τοὺς φίλους εἰς ἔχθραν συμβαλλομένων». ΙΙΙ. γλώττης συμβολεύς, [[ἑρμηνευτής]], διερμηνεύς, Πολυδ. Ε΄, 154.
}}
}}

Revision as of 09:15, 13 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμβολεύς Medium diacritics: συμβολεύς Low diacritics: συμβολεύς Capitals: ΣΥΜΒΟΛΕΥΣ
Transliteration A: symboleús Transliteration B: symboleus Transliteration C: symvoleys Beta Code: sumboleu/s

English (LSJ)

έως, ὁ, A twister, σχοίνων Greg. Cor. p.551 S. 2 forked pole with which fishermen stretch their nets, Hsch. II σ. φίλων one who sets friends at enmity, Phryn. PSp.107 B. III γλώττης σ. interpreter, Poll.5.154.

German (Pape)

[Seite 979] ὁ, σχοινίων, Einer der Stricke flicht, od. dreht; auch das hölzerne, gabelförmige Werkzeug, mit welchem die Fischer ihre Netze stricken, Hesych. – Übertr., σ. φίλων, der die Freunde unter einander verhetzt, Phryn. in B. A. 62.

Greek Monolingual

-έως, ὁ, ΜΑ
αυτός που πλέκει («σχοίνων συμθολεῖς oἱ ψιαθοπλόκοι», Γρηγ. Κορ.)
αρχ.
1. η κερκίδα, το εργαλείο με το οποίο πλέκουν τα δίχτια τους οι ψαράδες
2. φρ. α) «φίλων συμβολεύς» — αυτός που προκαλεί διαμάχη ανάμεσα σε φίλους (Φρύν.)
β) «γλώττης συμβολεύς» — διερμηνέας (Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμβολή + επίθημα -εύς (πρβλ. προβολ-εύς)].

Greek (Liddell-Scott)

συμβολεὺς: σχοινίων, ὁ, «σχοινίων δὲ συμβολεῖς οἱ ψιαθοπλόκοι» Γρηγ. Κορίνθ. 551. 2) «ἁλιευτικὸν σκεῦος, περὶ ὃ τὰ λίνα πλέκουσιν» Ἡσύχ. ΙΙ. σ. φίλων, ὁ ἐγείρων φίλους εἰς ἔχθραν, Φρύνιχ. ἐν Α. Β. 62, 1, ἔνθα «συμβολεὺς τῶν φίλων: κατὰ τῶν τοὺς φίλους εἰς ἔχθραν συμβαλλομένων». ΙΙΙ. γλώττης συμβολεύς, ἑρμηνευτής, διερμηνεύς, Πολυδ. Ε΄, 154.