έσω: Difference between revisions
ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και διαλεκτ. έσσω (ΑΜ ἔσω, Α και [[εἴσω]])<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> (με ρήματα που δηλώνουν [[στάση]]) [[μέσα]] («η [[πόλις]] [[είναι]] κτισμένη έσω τών τειχών»)<br /><b>2.</b> (με ρήματα που δηλώνουν [[κίνηση]]) [[προς]] τα [[μέσα]] («[[δεσμώτης]] ἔσω | |mltxt=και διαλεκτ. έσσω (ΑΜ ἔσω, Α και [[εἴσω]])<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> (με ρήματα που δηλώνουν [[στάση]]) [[μέσα]] («η [[πόλις]] [[είναι]] κτισμένη έσω τών τειχών»)<br /><b>2.</b> (με ρήματα που δηλώνουν [[κίνηση]]) [[προς]] τα [[μέσα]] («[[δεσμώτης]] ἔσω θακεῖ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (με το [[άρθρο]] έχει [[θέση]] επιθ. ή ουσ.)<br />η εσωτερική όψη, το εσωτερικό ενός πράγματος (α. «τα έσω της πόλεως» β. «παρὰ τοὺς ἐσωτάτους τόπους τοῦ ναοῦ», Τζέτζ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «τα έσω μου» — τα [[σωθικά]] μου<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ανάμεσα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ἔσω μου»<br />i. [[μέσα]] μου, στο [[μυαλό]] μου (σου, του <b>κ.λπ.</b>) («ἐσκόπησεν καλὰ ἔσω στὸν λογισμόν του», Χρον. Μορ.)<br />ii. στο [[σπίτι]] μου (σου, του <b>κ.λπ.</b>)<br />iii. στην [[πατρίδα]] μου (σου, του <b>κ.λπ.</b>)<br />β) «τὰ ἔσω» — τα ενδοοικογενειακά<br />γ) «[[δίνω]] έσσω» — [[μπαίνω]]<br /><b>3.</b> (για χρόνο) σε [[διάστημα]] («εἰς τὴν Ρώμην ἔσωσε ἔσω εἰς ἕναν μήναν», Χρον. Μορ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ες</i> <span style="color: red;">+</span> επιρρ. κατάλ. -<i>ω</i>, πρβλ. <i>άν</i>-<i>ω</i>, <i>έξ</i>-<i>ω</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:26, 13 October 2022
Greek Monolingual
και διαλεκτ. έσσω (ΑΜ ἔσω, Α και εἴσω)
επίρρ.
1. (με ρήματα που δηλώνουν στάση) μέσα («η πόλις είναι κτισμένη έσω τών τειχών»)
2. (με ρήματα που δηλώνουν κίνηση) προς τα μέσα («δεσμώτης ἔσω θακεῖ», Σοφ.)
3. (με το άρθρο έχει θέση επιθ. ή ουσ.)
η εσωτερική όψη, το εσωτερικό ενός πράγματος (α. «τα έσω της πόλεως» β. «παρὰ τοὺς ἐσωτάτους τόπους τοῦ ναοῦ», Τζέτζ.)
νεοελλ.
φρ. «τα έσω μου» — τα σωθικά μου
μσν.
1. ανάμεσα
2. φρ. α) «ἔσω μου»
i. μέσα μου, στο μυαλό μου (σου, του κ.λπ.) («ἐσκόπησεν καλὰ ἔσω στὸν λογισμόν του», Χρον. Μορ.)
ii. στο σπίτι μου (σου, του κ.λπ.)
iii. στην πατρίδα μου (σου, του κ.λπ.)
β) «τὰ ἔσω» — τα ενδοοικογενειακά
γ) «δίνω έσσω» — μπαίνω
3. (για χρόνο) σε διάστημα («εἰς τὴν Ρώμην ἔσωσε ἔσω εἰς ἕναν μήναν», Χρον. Μορ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ες + επιρρ. κατάλ. -ω, πρβλ. άν-ω, έξ-ω].