εναλλάξ: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
(11) |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ἐναλλάξ]])<br /><b>επίρρ.</b> [[κατά]] διαδοχική [[επανάληψη]], εκ περιτροπής, μια ο [[ένας]] και μια ο [[άλλος]] («τοὺς δὲ τοιούτους ἐναλλὰξ [[τοτὲ]] μὲν | |mltxt=(AM [[ἐναλλάξ]])<br /><b>επίρρ.</b> [[κατά]] διαδοχική [[επανάληψη]], εκ περιτροπής, μια ο [[ένας]] και μια ο [[άλλος]] («τοὺς δὲ τοιούτους ἐναλλὰξ [[τοτὲ]] μὲν χεῖρον, [[τοτὲ]] δὲ βέλτιον πράξειν», Ισοκρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(γεωμ.)</b> «εναλλὰξ γωνίες» — αυτές που σχηματίζονται και από τη μία και από την [[άλλη]] [[πλευρά]] της ευθείας η οποία τέμνει δύο παράλληλες και σχηματίζει με αυτές [[οκτώ]] γωνίες<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />με αντίστροφο τρόπο, αντίστροφα, [[ανάποδα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> σταυροειδώς, σταυρωτά («οὐδ' ἴσχειν τὼ πόδε [[ἐναλλάξ]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μαθημ.</b> αμοιβαία<br /><b>3.</b> <b>μαθημ.</b> [[κατά]] [[αντιμετάθεση]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:30, 13 October 2022
Greek Monolingual
(AM ἐναλλάξ)
επίρρ. κατά διαδοχική επανάληψη, εκ περιτροπής, μια ο ένας και μια ο άλλος («τοὺς δὲ τοιούτους ἐναλλὰξ τοτὲ μὲν χεῖρον, τοτὲ δὲ βέλτιον πράξειν», Ισοκρ.)
νεοελλ.
(γεωμ.) «εναλλὰξ γωνίες» — αυτές που σχηματίζονται και από τη μία και από την άλλη πλευρά της ευθείας η οποία τέμνει δύο παράλληλες και σχηματίζει με αυτές οκτώ γωνίες
αρχ.-μσν.
με αντίστροφο τρόπο, αντίστροφα, ανάποδα
αρχ.
1. σταυροειδώς, σταυρωτά («οὐδ' ἴσχειν τὼ πόδε ἐναλλάξ», Αριστοφ.)
2. μαθημ. αμοιβαία
3. μαθημ. κατά αντιμετάθεση.