εφάλλομαι: Difference between revisions
ἀλλὰ πάνυ ἑτοίμως παρορᾷς → but you quite purposely see wrongly
m (Text replacement - "πνεῡμα" to "πνεῦμα") |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐφάλλομαι]] (ΑΜ)<br /><b>μσν.</b><br />(για τον Λάζαρο που εγέρθηκε από τον τάφο) σηκώνομαι με [[ορμή]], τινάζομαι [[πάνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πηδώ]] [[επάνω]] σε κάποιον, [[εφορμώ]], επιτίθεμαι («Ἀστεροπαίῳ ἐπᾱλτο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (με δοτ. οργαν.) [[προσβάλλω]], [[πλήττω]] κάποιον με [[κάτι]] («[[ἐπάλμενος]] ὀξέϊ δουρί», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> ([[χωρίς]] εχθρική [[σημασία]]) [[πηδώ]] [[πάνω]] σε [[κάτι]], [[αναπηδώ]] («ἵππων ἐπιάλμενος» — [[καθώς]] πηδούσε [[πάνω]] στο [[άρμα]], <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> (για [[φήμη]]) διαδίδομαι [[γρήγορα]] («ἐς Αἰθίοπας ἐπᾱλτο», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[εφάλλομαι]] επί τι» — [[ορμώ]] [[προς]] το [[μέρος]] κάποιου, [[ορμώ]] [[επάνω]] («ἤ τὸν Ὀδυσσέα [[ὅταν]] ἐπὶ τὸν οὐδὸν ἐφαλλόμενον ᾄδῃς», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> (για το [[πνεύμα]] της προφητείας) [[έρχομαι]] [[προς]] κάποιον, [[επιφοιτώ]] («καὶ | |mltxt=[[ἐφάλλομαι]] (ΑΜ)<br /><b>μσν.</b><br />(για τον Λάζαρο που εγέρθηκε από τον τάφο) σηκώνομαι με [[ορμή]], τινάζομαι [[πάνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πηδώ]] [[επάνω]] σε κάποιον, [[εφορμώ]], επιτίθεμαι («Ἀστεροπαίῳ ἐπᾱλτο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (με δοτ. οργαν.) [[προσβάλλω]], [[πλήττω]] κάποιον με [[κάτι]] («[[ἐπάλμενος]] ὀξέϊ δουρί», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> ([[χωρίς]] εχθρική [[σημασία]]) [[πηδώ]] [[πάνω]] σε [[κάτι]], [[αναπηδώ]] («ἵππων ἐπιάλμενος» — [[καθώς]] πηδούσε [[πάνω]] στο [[άρμα]], <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> (για [[φήμη]]) διαδίδομαι [[γρήγορα]] («ἐς Αἰθίοπας ἐπᾱλτο», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[εφάλλομαι]] επί τι» — [[ορμώ]] [[προς]] το [[μέρος]] κάποιου, [[ορμώ]] [[επάνω]] («ἤ τὸν Ὀδυσσέα [[ὅταν]] ἐπὶ τὸν οὐδὸν ἐφαλλόμενον ᾄδῃς», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> (για το [[πνεύμα]] της προφητείας) [[έρχομαι]] [[προς]] κάποιον, [[επιφοιτώ]] («καὶ ἐφαλεῖται ἐπὶ σὲ πνεῦμα Κυρίου» — και θα γίνει σε [[σένα]] [[επιφοίτηση]] πνεύματος, ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἅλλομαι]] «[[πηδώ]]»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:35, 13 October 2022
Greek Monolingual
ἐφάλλομαι (ΑΜ)
μσν.
(για τον Λάζαρο που εγέρθηκε από τον τάφο) σηκώνομαι με ορμή, τινάζομαι πάνω
αρχ.
1. πηδώ επάνω σε κάποιον, εφορμώ, επιτίθεμαι («Ἀστεροπαίῳ ἐπᾱλτο», Ομ. Ιλ.)
2. (με δοτ. οργαν.) προσβάλλω, πλήττω κάποιον με κάτι («ἐπάλμενος ὀξέϊ δουρί», Ομ. Ιλ.)
3. (χωρίς εχθρική σημασία) πηδώ πάνω σε κάτι, αναπηδώ («ἵππων ἐπιάλμενος» — καθώς πηδούσε πάνω στο άρμα, Ομ. Ιλ.)
4. (για φήμη) διαδίδομαι γρήγορα («ἐς Αἰθίοπας ἐπᾱλτο», Πίνδ.)
5. φρ. «εφάλλομαι επί τι» — ορμώ προς το μέρος κάποιου, ορμώ επάνω («ἤ τὸν Ὀδυσσέα ὅταν ἐπὶ τὸν οὐδὸν ἐφαλλόμενον ᾄδῃς», Πλάτ.)
6. (για το πνεύμα της προφητείας) έρχομαι προς κάποιον, επιφοιτώ («καὶ ἐφαλεῖται ἐπὶ σὲ πνεῦμα Κυρίου» — και θα γίνει σε σένα επιφοίτηση πνεύματος, ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἅλλομαι «πηδώ»].