λείψανο: Difference between revisions
αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind
(22) |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM [[λείψανον]])<br /><b>1.</b> [[τεμάχιο]] που απέμεινε από ένα όλο, [[υπόλειμμα]], [[υπόλοιπο]], κατάλοιπο, [[απομεινάρι]] (α. «τα λείψανα του γεύματος τά έφαγε ο [[σκύλος]]» β. | |mltxt=το (AM [[λείψανον]])<br /><b>1.</b> [[τεμάχιο]] που απέμεινε από ένα όλο, [[υπόλειμμα]], [[υπόλοιπο]], κατάλοιπο, [[απομεινάρι]] (α. «τα λείψανα του γεύματος τά έφαγε ο [[σκύλος]]» β. «Ἀργοῦς [[κάρα]] σὺν λειψάνῳ πεπληγμένος», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> το νεκρό ανθρώπινο [[σώμα]], [[πτώμα]], [[σορός]], [[σκήνωμα]] («τὰ δὲ λείψανα τοῦ σώματος ἑκάστου πολὺν χρόνον παραμένειν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[σκελετωμένος]], [[κάτισχνος]], πολύ [[αδύνατος]]<br /><b>2.</b> <b>αρχαιολ.</b> [[ίχνος]], [[μαρτυρία]] («τα λείψανα του αρχαίου πολιτισμού»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κηδεία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[άγια]] λείψανα» ή, [[απλώς]], «λείψανα» — τα οστά ή τα σώματα μαρτύρων ή άλλων αγίων, [[καθώς]] και τα αντικείμενα που χρησιμοποιούσαν αυτοί όταν ήταν ζωντανοί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που απέμεινε από μια [[ομάδα]] ή από ένα [[γένος]] («το δε παλαιὸν ἀνδρὸς [[λείψανον]] [[φίλων]] κυρεῖ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ λείψανα</i><br />α) τα [[πεπραγμένα]], τα κατορθώματα κάποιου<br />β) η [[συνέπεια]], το [[αποτέλεσμα]], τα επακόλουθα («λείψανα τῶν Ἰλιακῶν παθημάτων», Λογγίν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λειψ</i>- (<b>βλ.</b> [[λείπω]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ανον</i> ([[πρβλ]]. [[δρέπανο]], [[φάσγανο]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:35, 13 October 2022
Greek Monolingual
το (AM λείψανον)
1. τεμάχιο που απέμεινε από ένα όλο, υπόλειμμα, υπόλοιπο, κατάλοιπο, απομεινάρι (α. «τα λείψανα του γεύματος τά έφαγε ο σκύλος» β. «Ἀργοῦς κάρα σὺν λειψάνῳ πεπληγμένος», Ευρ.)
2. το νεκρό ανθρώπινο σώμα, πτώμα, σορός, σκήνωμα («τὰ δὲ λείψανα τοῦ σώματος ἑκάστου πολὺν χρόνον παραμένειν», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. (για πρόσ.) σκελετωμένος, κάτισχνος, πολύ αδύνατος
2. αρχαιολ. ίχνος, μαρτυρία («τα λείψανα του αρχαίου πολιτισμού»)
νεοελλ.-μσν.
1. κηδεία
2. φρ. «άγια λείψανα» ή, απλώς, «λείψανα» — τα οστά ή τα σώματα μαρτύρων ή άλλων αγίων, καθώς και τα αντικείμενα που χρησιμοποιούσαν αυτοί όταν ήταν ζωντανοί
αρχ.
1. (για πρόσ.) αυτός που απέμεινε από μια ομάδα ή από ένα γένος («το δε παλαιὸν ἀνδρὸς λείψανον φίλων κυρεῖ», Ευρ.)
2. στον πληθ. τὰ λείψανα
α) τα πεπραγμένα, τα κατορθώματα κάποιου
β) η συνέπεια, το αποτέλεσμα, τα επακόλουθα («λείψανα τῶν Ἰλιακῶν παθημάτων», Λογγίν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειψ- (βλ. λείπω) + κατάλ. -ανον (πρβλ. δρέπανο, φάσγανο)].