επιφωνώ: Difference between revisions
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
(14) |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM ἐπιφωνῶ, -έω)<br />[[φωνάζω]], [[αναφωνώ]] («οἱ δὲ ἐπεφώνουν λέγοντες<br />σταύρωσον, σταύρωσον αὐτόν», ΚΔ)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[δηλώνω]] πανηγυρικά, [[φανερώνω]]<br /><b>2.</b> [[προσφωνώ]]<br /><b>3.</b> [[διατάζω]]<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i> | |mltxt=(AM ἐπιφωνῶ, -έω)<br />[[φωνάζω]], [[αναφωνώ]] («οἱ δὲ ἐπεφώνουν λέγοντες<br />σταύρωσον, σταύρωσον αὐτόν», ΚΔ)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[δηλώνω]] πανηγυρικά, [[φανερώνω]]<br /><b>2.</b> [[προσφωνώ]]<br /><b>3.</b> [[διατάζω]]<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἐπιφωνοῦμαι</i><br />α) [[συμβουλεύω]], [[προτρέπω]]<br />β) [[παραγγέλνω]], [[διατάζω]]<br />γ) [[γνωστοποιώ]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[μιλώ]], λέω<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αναφέρω]] [[κάτι]] με το όνομά του, [[μιλώ]] για [[κάτι]] («ὦ παῖδες, ἀπεῖπεν ἐμοὶ ἐκεῖνος [[μήτε]] πελάζειν ἐς τούσδε τόπους μήτ’ ἐπιφωνεῖν... ἱερὰν θήκην», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επονομάζω]] κάποιον ή [[κάτι]] χαρακτηριστικά («βοὴν ἀγαθὸς [[Μενέλαος]] λέγεται<br />τοῖς γὰρ ἀνδρειοτάτοις [[Ὅμηρος]] εἴωθεν ἐπιφωνεῖν, καλούντων τῶν παλαιῶν τὸν πόλεμον βοήν», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>3.</b> [[προσθέτω]] τίτλο<br /><b>4.</b> [[αντιφωνώ]] σε τελετουργικές πράξεις («προσευχὴν δὲ ἐποιήσαντο οἱ ἱερεῖς δαπανωμένης τῆς θυσίας,...τῶν τε λοιπῶν ἐπιφωνούντων, ὡς Νεεμίου», ΠΔ)<br /><b>5.</b> [[προσθέτω]] [[κάτι]] επεξηγηματικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[φωνώ]] (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:35, 13 October 2022
Greek Monolingual
(AM ἐπιφωνῶ, -έω)
φωνάζω, αναφωνώ («οἱ δὲ ἐπεφώνουν λέγοντες
σταύρωσον, σταύρωσον αὐτόν», ΚΔ)
μσν.
1. δηλώνω πανηγυρικά, φανερώνω
2. προσφωνώ
3. διατάζω
4. μέσ. ἐπιφωνοῦμαι
α) συμβουλεύω, προτρέπω
β) παραγγέλνω, διατάζω
γ) γνωστοποιώ
αρχ.-μσν.
μιλώ, λέω
αρχ.
1. αναφέρω κάτι με το όνομά του, μιλώ για κάτι («ὦ παῖδες, ἀπεῖπεν ἐμοὶ ἐκεῖνος μήτε πελάζειν ἐς τούσδε τόπους μήτ’ ἐπιφωνεῖν... ἱερὰν θήκην», Σοφ.)
2. επονομάζω κάποιον ή κάτι χαρακτηριστικά («βοὴν ἀγαθὸς Μενέλαος λέγεται
τοῖς γὰρ ἀνδρειοτάτοις Ὅμηρος εἴωθεν ἐπιφωνεῖν, καλούντων τῶν παλαιῶν τὸν πόλεμον βοήν», Αθήν.)
3. προσθέτω τίτλο
4. αντιφωνώ σε τελετουργικές πράξεις («προσευχὴν δὲ ἐποιήσαντο οἱ ἱερεῖς δαπανωμένης τῆς θυσίας,...τῶν τε λοιπῶν ἐπιφωνούντων, ὡς Νεεμίου», ΠΔ)
5. προσθέτω κάτι επεξηγηματικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φωνώ (< φωνή)].