ηδυμελής: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ πολὺς ἄκρατος ὀλίγ' ἀναγκάζει φρονεῖν → Multum meracum pauca sapere nos facit → Nur wenig denken lässt viel ungemischter Wein
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
|||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (AM [[ἡδυμελής]], Α δωρ. τ. ἁδυμελής, αιολ. τ. ἁδυμελής, -ές, ποιητ. θηλ. [[ἡδυμέλεια]])<br />αυτός που τραγουδάει [[γλυκά]], [[αρμονικός]], [[γλυκύφθογγος]], [[μελωδικός]] ( | |mltxt=-ές (AM [[ἡδυμελής]], Α δωρ. τ. ἁδυμελής, αιολ. τ. ἁδυμελής, -ές, ποιητ. θηλ. [[ἡδυμέλεια]])<br />αυτός που τραγουδάει [[γλυκά]], [[αρμονικός]], [[γλυκύφθογγος]], [[μελωδικός]] («ἁδυμελεῖ δ' ἐξάρχετε φωνᾷ», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που ηχεί [[γλυκά]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ηδυμελώς</i><br />με [[γλυκύτητα]], με μελωδικό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηδυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[μελής]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέλος]] «[[άσμα]], [[μελωδία]], [[τραγούδι]]»), [[πρβλ]]. [[εμμελής]], [[θελξιμελής]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:40, 13 October 2022
Greek Monolingual
-ές (AM ἡδυμελής, Α δωρ. τ. ἁδυμελής, αιολ. τ. ἁδυμελής, -ές, ποιητ. θηλ. ἡδυμέλεια)
αυτός που τραγουδάει γλυκά, αρμονικός, γλυκύφθογγος, μελωδικός («ἁδυμελεῖ δ' ἐξάρχετε φωνᾷ», Πίνδ.)
μσν.-αρχ.
αυτός που ηχεί γλυκά.
επίρρ...
ηδυμελώς
με γλυκύτητα, με μελωδικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -μελής (< μέλος «άσμα, μελωδία, τραγούδι»), πρβλ. εμμελής, θελξιμελής].