προστάς: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-[[άδος]], ἡ, Α·1. ο [[μεταξύ]] δύο παραστάδων [[χώρος]] κτηρίου<br /><b>2.</b> το [[προστώο]]<br /><b>3.</b> ([[κατά]] το Μέγα Ετυμολογικόν) «[[πρόδομος]], ἡ πρὸ τῆς οἰκίας [[στοά]], ἥν καὶ αἴθουσαν καλεῑ [[Ὅμηρος]]<br />[[ἔνιοι]] μὲν [[παστάδα]], τινὲς δὲ προστάδα προσαγορεύουσιν, ἥν [[Ὅμηρος]] πρόδομον εἴρηκεν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[προΐσταμαι]] (για το θ. <i>σταδ</i>- <b>πρβλ.</b> <i>στάδ</i>-<i>ην</i>, <i>στάδ</i>-<i>ιος</i>), <b>πρβλ.</b> <i>παρα</i>-[[στάς]], -[[άδος]]].
|mltxt=-[[άδος]], ἡ, Α·1. ο [[μεταξύ]] δύο παραστάδων [[χώρος]] κτηρίου<br /><b>2.</b> το [[προστώο]]<br /><b>3.</b> ([[κατά]] το Μέγα Ετυμολογικόν) «[[πρόδομος]], ἡ πρὸ τῆς οἰκίας [[στοά]], ἥν καὶ αἴθουσαν καλεῖ [[Ὅμηρος]]<br />[[ἔνιοι]] μὲν [[παστάδα]], τινὲς δὲ προστάδα προσαγορεύουσιν, ἥν [[Ὅμηρος]] πρόδομον εἴρηκεν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[προΐσταμαι]] (για το θ. <i>σταδ</i>- <b>πρβλ.</b> <i>στάδ</i>-<i>ην</i>, <i>στάδ</i>-<i>ιος</i>), <b>πρβλ.</b> <i>παρα</i>-[[στάς]], -[[άδος]]].
}}
}}

Revision as of 09:45, 13 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προστάς Medium diacritics: προστάς Low diacritics: προστάς Capitals: ΠΡΟΣΤΑΣ
Transliteration A: prostás Transliteration B: prostas Transliteration C: prostas Beta Code: prosta/s

English (LSJ)

άδος, ἡ, (προΐστημι) prop. A part between the two antae (or wall-ends) of a building, Vitr.6.7.1, cf. EM688.35. II vestibule, porch, portico, Callix.1, LXX Jd.3.23, GDI3723.5 (Cos), OGI51.22 (Egypt, iii B.C.), PSI4.396 (iii B.C.), PCair.Zen.445.3, al. (iii B.C.), UPZ77 i 22 (ii B. C.), PTeb.793 xii 25, al. (ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 781] άδος, ἡ, Vorzimmer; Ath. V, 205 a; Vitruv. 2, 8; Erkl. von προμολή, Schol. Ap. Rh. 1, 1174. – Auch wie prostibulum, eine feile, öffentliche Dirne, Ath.

Russian (Dvoretsky)

προστάς: άδος ἡ передняя Anth.
ᾶσα, άν part. aor. 2 к προΐστημι.

Greek (Liddell-Scott)

προστάς: -άδος, ἡ (προΐστημι) κυρίως τὸ μέρος τὸ μεταξὺ τῶν δύο παραστάδων οἰκοδομήματος, πρόδομος, ἢ πρόστῳον, Βιτρούβ. 2. 8· ἴδε Λεξ. Ἀρχαιοτ. ἐν λ. οἶκος· πρόθυρα, Ἀθήν. 205Α· πρβλ. πρόστασις ΙΙ. - Κατὰ τὸν Μέγ. Ἐτυμ. 688, 35, «πρόδομος, ἡ πρὸ τῆς οἰκίας στοά, ἣν καὶ αἴθουσαν καλεῖ Ὅμηρος· ἔνιοι μὲν παστάδα, τινὲς δὲ προστάδα προσαγορεύουσιν, ἣν Ὅμηρος πρόδομον εἴρηκεν.»

Greek Monolingual

-άδος, ἡ, Α·1. ο μεταξύ δύο παραστάδων χώρος κτηρίου
2. το προστώο
3. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «πρόδομος, ἡ πρὸ τῆς οἰκίας στοά, ἥν καὶ αἴθουσαν καλεῖ Ὅμηρος
ἔνιοι μὲν παστάδα, τινὲς δὲ προστάδα προσαγορεύουσιν, ἥν Ὅμηρος πρόδομον εἴρηκεν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < προΐσταμαι (για το θ. σταδ- πρβλ. στάδ-ην, στάδ-ιος), πρβλ. παρα-στάς, -άδος].