σκιρτώ: Difference between revisions

From LSJ

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[σκιρτῶ]], [[σκιρτάω]], ΝΜΑ, και ιων. τ. σκιρτῶ, [[σκιρτέω]], Α<br /><b>1.</b> τινάζομαι αιφνίδια από τη [[θέση]] μου, [[αναπηδώ]]<br /><b>2.</b> (για χορευτή και για τις Βάκχες) [[χοροπηδώ]] («ὀρχεῑσθε καὶ σκιρτᾱτε καὶ χορεύετε», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για τη [[θάλασσα]]) αναταράσσομαι, [[σαλεύω]] («[[σφόδρα]] σκιρτούν [[μακριά]] πολύ τα πέλαγα κι οι βράχοι», <b>Σολωμ.</b>)<br /><b>2.</b> αναστατώνομαι από ένα έντονο [[συναίσθημα]], [[κυρίως]] ερωτικό («σκίρτησε η [[καρδιά]] του όταν τήν είδε»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για άνεμο) [[στριφογυρίζω]] («σκιρτᾷ δ' ἀνέμων πνεύματα πάντων», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[είμαι]] [[απειθάρχητος]], [[ανυπότακτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. αποτελεί υστερογενή ρηματ. σχηματισμό σε -<i>τάω</i> από το ρ. [[σκαίρω]] «[[πηδώ]], [[σκιρτώ]]» (<b>πρβλ.</b> [[ἀείρω]] [ΙΙ]: [[ἀρτάω]], -<i>ῶ</i>) με δυσερμήνευτο φωνηεντισμό -<i>ĭ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[πίλναμαι]], <i>μέρ</i>-<i>ι</i>-<i>μνα</i>)].
|mltxt=[[σκιρτῶ]], [[σκιρτάω]], ΝΜΑ, και ιων. τ. σκιρτῶ, [[σκιρτέω]], Α<br /><b>1.</b> τινάζομαι αιφνίδια από τη [[θέση]] μου, [[αναπηδώ]]<br /><b>2.</b> (για χορευτή και για τις Βάκχες) [[χοροπηδώ]] («ὀρχεῖσθε καὶ σκιρτᾱτε καὶ χορεύετε», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για τη [[θάλασσα]]) αναταράσσομαι, [[σαλεύω]] («[[σφόδρα]] σκιρτούν [[μακριά]] πολύ τα πέλαγα κι οι βράχοι», <b>Σολωμ.</b>)<br /><b>2.</b> αναστατώνομαι από ένα έντονο [[συναίσθημα]], [[κυρίως]] ερωτικό («σκίρτησε η [[καρδιά]] του όταν τήν είδε»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για άνεμο) [[στριφογυρίζω]] («σκιρτᾷ δ' ἀνέμων πνεύματα πάντων», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[είμαι]] [[απειθάρχητος]], [[ανυπότακτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. αποτελεί υστερογενή ρηματ. σχηματισμό σε -<i>τάω</i> από το ρ. [[σκαίρω]] «[[πηδώ]], [[σκιρτώ]]» (<b>πρβλ.</b> [[ἀείρω]] [ΙΙ]: [[ἀρτάω]], -<i>ῶ</i>) με δυσερμήνευτο φωνηεντισμό -<i>ĭ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[πίλναμαι]], <i>μέρ</i>-<i>ι</i>-<i>μνα</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 09:50, 13 October 2022

Greek Monolingual

σκιρτῶ, σκιρτάω, ΝΜΑ, και ιων. τ. σκιρτῶ, σκιρτέω, Α
1. τινάζομαι αιφνίδια από τη θέση μου, αναπηδώ
2. (για χορευτή και για τις Βάκχες) χοροπηδώ («ὀρχεῖσθε καὶ σκιρτᾱτε καὶ χορεύετε», Αριστοφ.)
νεοελλ.
1. (για τη θάλασσα) αναταράσσομαι, σαλεύωσφόδρα σκιρτούν μακριά πολύ τα πέλαγα κι οι βράχοι», Σολωμ.)
2. αναστατώνομαι από ένα έντονο συναίσθημα, κυρίως ερωτικό («σκίρτησε η καρδιά του όταν τήν είδε»)
αρχ.
1. (για άνεμο) στριφογυρίζω («σκιρτᾷ δ' ἀνέμων πνεύματα πάντων», Αισχύλ.)
2. μτφ. είμαι απειθάρχητος, ανυπότακτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αποτελεί υστερογενή ρηματ. σχηματισμό σε -τάω από το ρ. σκαίρω «πηδώ, σκιρτώ» (πρβλ. ἀείρω [ΙΙ]: ἀρτάω, -) με δυσερμήνευτο φωνηεντισμό -ĭ- (πρβλ. πίλναμαι, μέρ-ι-μνα)].