συμπαθώ: Difference between revisions
From LSJ
νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1") |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=συμπαθῶ, -έω, ΝΜΑ, και [[συμπαθάω]] Ν [[συμπαθής]]<br /><b>1.</b> [[συμμερίζομαι]] τον πόνο και τη [[θλίψη]] του άλλου, [[συμπονώ]], [[συμπάσχω]]<br /><b>2.</b> [[εκδηλώνω]] [[ενδιαφέρον]] για [[κάτι]], [[περιβάλλω]] με [[συμπάθεια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τρέφω]] ερωτικά αισθήματα<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(μόνον ο τ. [[συμπαθάω]]) [[παρέχω]] [[συγνώμη]] σε κάποιον για [[κάτι]], [[συγχωρώ]] («συμπάθα με αν σέ πλήγωσα»)<br /><b>αρχ.</b><br />έχω τα [[ίδια]] αισθήματα με κάποιον [[άλλο]], βρίσκομαι σε [[κατάσταση]] συμπάθειας σε [[σχέση]] με κάποιον [[άλλο]] ( | |mltxt=συμπαθῶ, -έω, ΝΜΑ, και [[συμπαθάω]] Ν [[συμπαθής]]<br /><b>1.</b> [[συμμερίζομαι]] τον πόνο και τη [[θλίψη]] του άλλου, [[συμπονώ]], [[συμπάσχω]]<br /><b>2.</b> [[εκδηλώνω]] [[ενδιαφέρον]] για [[κάτι]], [[περιβάλλω]] με [[συμπάθεια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τρέφω]] ερωτικά αισθήματα<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(μόνον ο τ. [[συμπαθάω]]) [[παρέχω]] [[συγνώμη]] σε κάποιον για [[κάτι]], [[συγχωρώ]] («συμπάθα με αν σέ πλήγωσα»)<br /><b>αρχ.</b><br />έχω τα [[ίδια]] αισθήματα με κάποιον [[άλλο]], βρίσκομαι σε [[κατάσταση]] συμπάθειας σε [[σχέση]] με κάποιον [[άλλο]] («δοκεῖ ἡ ψυχὴ καὶ τὸ [[σῶμα]] συμπαθεῖν ἀλλήλοις», <b>Αριστοτ.</b>). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:50, 13 October 2022
Greek Monolingual
συμπαθῶ, -έω, ΝΜΑ, και συμπαθάω Ν συμπαθής
1. συμμερίζομαι τον πόνο και τη θλίψη του άλλου, συμπονώ, συμπάσχω
2. εκδηλώνω ενδιαφέρον για κάτι, περιβάλλω με συμπάθεια
νεοελλ.
τρέφω ερωτικά αισθήματα
νεοελλ.-μσν.
(μόνον ο τ. συμπαθάω) παρέχω συγνώμη σε κάποιον για κάτι, συγχωρώ («συμπάθα με αν σέ πλήγωσα»)
αρχ.
έχω τα ίδια αισθήματα με κάποιον άλλο, βρίσκομαι σε κατάσταση συμπάθειας σε σχέση με κάποιον άλλο («δοκεῖ ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα συμπαθεῖν ἀλλήλοις», Αριστοτ.).