υπορρέω: Difference between revisions
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ") |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὑπορρέω]] ΝΜΑ [[ῥέω]]<br />ρέω από [[κάτω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκρέω]] λίγο<br /><b>2.</b> [[διαρρέω]]<br /><b>3.</b> [[μεταπίπτω]]<br /><b>4.</b> [[πέφτω]] [[σιγά]] [[σιγά]] («παῑδας δὲ αὐτῶν τοὺς ὡραίους καὶ κόμητας... φαλακροὺς γίνεσθαι ὑπορρεούσης τῆς [[κόμης]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> α) [[εισέρχομαι]] [[κρυφά]], [[χωρίς]] να γίνω [[αντιληπτός]] («[[παρανομία]] ἠρεμα | |mltxt=[[ὑπορρέω]] ΝΜΑ [[ῥέω]]<br />ρέω από [[κάτω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκρέω]] λίγο<br /><b>2.</b> [[διαρρέω]]<br /><b>3.</b> [[μεταπίπτω]]<br /><b>4.</b> [[πέφτω]] [[σιγά]] [[σιγά]] («παῑδας δὲ αὐτῶν τοὺς ὡραίους καὶ κόμητας... φαλακροὺς γίνεσθαι ὑπορρεούσης τῆς [[κόμης]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> α) [[εισέρχομαι]] [[κρυφά]], [[χωρίς]] να γίνω [[αντιληπτός]] («[[παρανομία]] ἠρεμα ὑπορρεῖ πρὸς τὰ ἤθη», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) [[προχωρώ]] ανεπαίσθητα<br />γ) (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[παρέρχομαι]], [[χάνομαι]] («ὑπορρέοντος τοῦ χρόνου», <b>Αριστοφ.</b>)<br />δ) (<b>για πρόσ.</b>) i) [[προσέρχομαι]] [[απαρατήρητος]] [[κάπου]]<br />ii) συγκεντρώνομαι [[σιγά]] [[σιγά]] [[κάπου]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:00, 13 October 2022
Greek Monolingual
ὑπορρέω ΝΜΑ ῥέω
ρέω από κάτω
αρχ.
1. εκρέω λίγο
2. διαρρέω
3. μεταπίπτω
4. πέφτω σιγά σιγά («παῑδας δὲ αὐτῶν τοὺς ὡραίους καὶ κόμητας... φαλακροὺς γίνεσθαι ὑπορρεούσης τῆς κόμης», Λουκιαν.)
5. μτφ. α) εισέρχομαι κρυφά, χωρίς να γίνω αντιληπτός («παρανομία ἠρεμα ὑπορρεῖ πρὸς τὰ ἤθη», Πλάτ.)
β) προχωρώ ανεπαίσθητα
γ) (κατ' επέκτ.) παρέρχομαι, χάνομαι («ὑπορρέοντος τοῦ χρόνου», Αριστοφ.)
δ) (για πρόσ.) i) προσέρχομαι απαρατήρητος κάπου
ii) συγκεντρώνομαι σιγά σιγά κάπου.