κατακλείδα: Difference between revisions
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
(19) |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[κατακλείς]], Α και [[κατάκλεις]] και ιων. και επικ. τ. [[κατακληίς]])<br />το τελευταίο [[μέρος]] στίχου, συστήματος στίχων ή επιστολής, ο [[επίλογος]] ή η στερεότυπη [[φράση]] στην οποία καταλήγουν ορισμένου είδους διηγήσεις, π.χ. η [[κατάληξη]] τών παραμυθιών («και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> όργανο ή [[εξάρτημα]] εργαλείου με το οποίο εμποδίζεται η [[κίνηση]] του τροχού κατ' ανάστροφη [[διεύθυνση]], [[καστανιόλα]]<br /><b>2.</b> [[σίδερο]] που εμβάλλεται εγκάρσια στον άξονα για να συγκρατεί τον τροχό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εργαλείο]] που χρησιμοποιούνταν για το [[κλείσιμο]] της πόρτας<br /><b>2.</b> η [[σύναψη]] της κλείδας του οστού με το [[στέρνο]]<br /><b>3.</b> [[θήκη]] βελών, [[φαρέτρα]]<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ | |mltxt=η (Α [[κατακλείς]], Α και [[κατάκλεις]] και ιων. και επικ. τ. [[κατακληίς]])<br />το τελευταίο [[μέρος]] στίχου, συστήματος στίχων ή επιστολής, ο [[επίλογος]] ή η στερεότυπη [[φράση]] στην οποία καταλήγουν ορισμένου είδους διηγήσεις, π.χ. η [[κατάληξη]] τών παραμυθιών («και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> όργανο ή [[εξάρτημα]] εργαλείου με το οποίο εμποδίζεται η [[κίνηση]] του τροχού κατ' ανάστροφη [[διεύθυνση]], [[καστανιόλα]]<br /><b>2.</b> [[σίδερο]] που εμβάλλεται εγκάρσια στον άξονα για να συγκρατεί τον τροχό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εργαλείο]] που χρησιμοποιούνταν για το [[κλείσιμο]] της πόρτας<br /><b>2.</b> η [[σύναψη]] της κλείδας του οστού με το [[στέρνο]]<br /><b>3.</b> [[θήκη]] βελών, [[φαρέτρα]]<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ κατακλεῖδες</i><br />το [[φράγμα]] διώρυγας<br /><b>5.</b> [[είδος]] αρσενικής αγκιστροειδούς κόπιτσας με την οποία γίνεται η θηλύκωση ορισμένων φορεμάτων<br /><b>6.</b> η [[περιοχή]] [[γύρω]] απο την [[κλείδα]] του στέρνου<br /><b>7.</b> η τελική [[παρατήρηση]], το [[συμπέρασμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κλείς]] «[[κλειδί]]»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:01, 13 October 2022
Greek Monolingual
η (Α κατακλείς, Α και κατάκλεις και ιων. και επικ. τ. κατακληίς)
το τελευταίο μέρος στίχου, συστήματος στίχων ή επιστολής, ο επίλογος ή η στερεότυπη φράση στην οποία καταλήγουν ορισμένου είδους διηγήσεις, π.χ. η κατάληξη τών παραμυθιών («και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα»)
νεοελλ.
1. όργανο ή εξάρτημα εργαλείου με το οποίο εμποδίζεται η κίνηση του τροχού κατ' ανάστροφη διεύθυνση, καστανιόλα
2. σίδερο που εμβάλλεται εγκάρσια στον άξονα για να συγκρατεί τον τροχό
αρχ.
1. εργαλείο που χρησιμοποιούνταν για το κλείσιμο της πόρτας
2. η σύναψη της κλείδας του οστού με το στέρνο
3. θήκη βελών, φαρέτρα
4. στον πληθ. αἱ κατακλεῖδες
το φράγμα διώρυγας
5. είδος αρσενικής αγκιστροειδούς κόπιτσας με την οποία γίνεται η θηλύκωση ορισμένων φορεμάτων
6. η περιοχή γύρω απο την κλείδα του στέρνου
7. η τελική παρατήρηση, το συμπέρασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + κλείς «κλειδί»].