κυοφορώ: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς αἰσχρὸν εὖ ζῆν ἐν πονηροῖς ἤθεσιν → Turpis res laute vivere ingenium malum → Wie schimpflich, wenn ein schlechter Mensch in Wohlstand lebt
(22) |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM κυοφορῶ, -έω) [[κυοφόρος]]<br /><b>1.</b> έχω στην [[κοιλιά]] μου [[έμβρυο]], [[εγκυμονώ]], [[είμαι]] [[έγκυος]] («αὕτη ἡ | |mltxt=(AM κυοφορῶ, -έω) [[κυοφόρος]]<br /><b>1.</b> έχω στην [[κοιλιά]] μου [[έμβρυο]], [[εγκυμονώ]], [[είμαι]] [[έγκυος]] («αὕτη ἡ νοῦσος ἐπὴν κυοφοροῦσῃ ἐγγίνηται, ἀποθνήσκει», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> [[φέρω]] [[κάτι]] [[μέσα]] μου σε λανθάνουσα [[κατάσταση]] (α. «η [[κατάσταση]] κυοφορεί κινδύνους» β. «κυοφορεῖ καὶ ὠδίνει καὶ ἀποτίκτει πολλὰ ἡ [[διάνοια]]», Φίλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σκέφτομαι]], έχω στο νου μου, [[μελετώ]], [[σχεδιάζω]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:05, 13 October 2022
Greek Monolingual
(AM κυοφορῶ, -έω) κυοφόρος
1. έχω στην κοιλιά μου έμβρυο, εγκυμονώ, είμαι έγκυος («αὕτη ἡ νοῦσος ἐπὴν κυοφοροῦσῃ ἐγγίνηται, ἀποθνήσκει», Ιπποκρ.)
2. φέρω κάτι μέσα μου σε λανθάνουσα κατάσταση (α. «η κατάσταση κυοφορεί κινδύνους» β. «κυοφορεῖ καὶ ὠδίνει καὶ ἀποτίκτει πολλὰ ἡ διάνοια», Φίλ.)
νεοελλ.
σκέφτομαι, έχω στο νου μου, μελετώ, σχεδιάζω.