ἄπνοια: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
(CSV import)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἄπνοια]])<br />[[νηνεμία]], [[έλλειψη]] [[κάθε]] πνοής ανέμου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καταφύγιο]] από τον άνεμο<br /><b>2.</b> [[διάλειψη]] ή [[παύση]] της αναπνοής.
|mltxt=η (AM [[ἄπνοια]])<br />[[νηνεμία]], [[έλλειψη]] [[κάθε]] πνοής ανέμου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καταφύγιο]] από τον άνεμο<br /><b>2.</b> [[διάλειψη]] ή [[παύση]] της αναπνοής.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=ἔλλειψη πνοῆς ἀνέμου, [[γαλήνη]], [[νηνεμία]]). Ἀπό τό [[ἄπνους]] (α στερητ. + [[πνέω]]). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[πνέω]].
}}
}}

Revision as of 13:50, 14 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄπνοια Medium diacritics: ἄπνοια Low diacritics: άπνοια Capitals: ΑΠΝΟΙΑ
Transliteration A: ápnoia Transliteration B: apnoia Transliteration C: apnoia Beta Code: a)/pnoia

English (LSJ)

ἡ, A freedom from wind, Hp.Epid.3.2. 2 windlessness, calm, Arist.Pr.944b12, Plb.34.11.19 (v.l.); want of wind, Thphr.CP 2.7.5; shelter from wind, Arist.GA785a29. 3 absence of respiration, Gal.7.959.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 ausencia de viento, calma ἔτος νότιον ἔπομβρον· ἄπνοια διὰ τέλεος Hp.Epid.3.2, ὁ ἀὴρ ... πολλάκις ἠρεμεῖ καὶ ἄπνοια γίνεται Arist.Pr.944b12, cf. Plb.34.11.19 (ap. crít.), Thphr.CP 2.7.5
protección contra el viento ἡ δὲ σπέπη ἄπνοιαν ποιεῖ Arist.GA 785a29.
2 medic. falta de respiración, ahogo Gal.7.959.

German (Pape)

[Seite 293] ἡ, Windstille, Pol. 34, 11. Bei Medic. Athemlosigkeit.

Russian (Dvoretsky)

ἄπνοια:безветрие Arst., Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

ἄπνοια: ἡ, ἔλλειψις πνοῆς ἀνέμου, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1081· γαλήνη, νηνεμία, Ἀριστ. περὶ Ζ. Γεν. 5. 5, 6, Πρβλ. 26. 36, 2, Θεοφρ. Φ. 2. 7, 5.

Greek Monolingual

η (AM ἄπνοια)
νηνεμία, έλλειψη κάθε πνοής ανέμου
αρχ.
1. καταφύγιο από τον άνεμο
2. διάλειψη ή παύση της αναπνοής.

Mantoulidis Etymological

(=ἔλλειψη πνοῆς ἀνέμου, γαλήνη, νηνεμία). Ἀπό τό ἄπνους (α στερητ. + πνέω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα πνέω.