ψηρός: Difference between revisions
From LSJ
Τοῦ ὅλου οὖν τῇ ἐπιθυμίᾳ καὶ διώξει ἔρως ὄνομα → Love is the name for our pursuit of wholeness, for our desire to be complete
m (Text replacement - "perh." to "perhaps") |
(CSV import) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=psiros | |Transliteration C=psiros | ||
|Beta Code=yhro/s | |Beta Code=yhro/s | ||
|Definition=ά, όν, | |Definition=ά, όν, = [[ξηρός]], Suid.; cf. [[μεσόψηρον]], [[μεσσόψηρον]] and perhaps [[ψαρός]] (B). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[ψαρός]], -ά, -όν, Α<br /><b>1.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «[[ξηρός]]»<br /><b>2.</b> (το ουδ. στο τ. [[ψαρός]] ως ουσ.) <i>τὸ ψαρόν</i><br />[[είδος]] ξηραντικής αλοιφής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[σύνδεση]] του επιθ. με την [[οικογένεια]] του <i>ψήω</i> «[[τρίβω]], [[γυαλίζω]]» δεν θεωρείται ικανοποιητική από σημασιολογική [[άποψη]]. Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], πρόκειται για παρλλ. [[μορφή]] του επιθ. [[ξηρός]]]. | |mltxt=και [[ψαρός]], -ά, -όν, Α<br /><b>1.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «[[ξηρός]]»<br /><b>2.</b> (το ουδ. στο τ. [[ψαρός]] ως ουσ.) <i>τὸ ψαρόν</i><br />[[είδος]] ξηραντικής αλοιφής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[σύνδεση]] του επιθ. με την [[οικογένεια]] του <i>ψήω</i> «[[τρίβω]], [[γυαλίζω]]» δεν θεωρείται ικανοποιητική από σημασιολογική [[άποψη]]. Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], πρόκειται για παρλλ. [[μορφή]] του επιθ. [[ξηρός]]]. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=[[ξερός]]). Ἀπό τό [[ψήχω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:35, 14 October 2022
English (LSJ)
ά, όν, = ξηρός, Suid.; cf. μεσόψηρον, μεσσόψηρον and perhaps ψαρός (B).
German (Pape)
[Seite 1397] (von ψάω, wie ξηρός von ξάω), zerreiblich, dürr, trocken.
Greek (Liddell-Scott)
ψηρός: -ά, -όν, (ἴδε ψάω) «ξηρός» Σουΐδ.
Greek Monolingual
και ψαρός, -ά, -όν, Α
1. (κατά το λεξ. Σούδα) «ξηρός»
2. (το ουδ. στο τ. ψαρός ως ουσ.) τὸ ψαρόν
είδος ξηραντικής αλοιφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η σύνδεση του επιθ. με την οικογένεια του ψήω «τρίβω, γυαλίζω» δεν θεωρείται ικανοποιητική από σημασιολογική άποψη. Κατά την επικρατέστερη άποψη, πρόκειται για παρλλ. μορφή του επιθ. ξηρός].