ὑδροχόος: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
(CSV import)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />le Verseau <i>litt.</i> qui verse de l'eau, <i>signe du Zodiaque</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ὕδωρ]], [[χέω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />le Verseau <i>litt.</i> qui verse de l'eau, <i>signe du Zodiaque</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ὕδωρ]], [[χέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑδροχόος:''' ὁ Anth., Plut. = [[ὑδρηχόος]] II, 1.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑδροχόος:''' ὁ ([[χέω]]), αυτός που χύνει [[νερό]], όνομα του αστερισμού Aquarius, σε Ανθ.
|lsmtext='''ὑδροχόος:''' ὁ ([[χέω]]), αυτός που χύνει [[νερό]], όνομα του αστερισμού Aquarius, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑδροχόος:''' ὁ Anth., Plut. = [[ὑδρηχόος]] II, 1.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὑδρο-[[χόος]], ὁ, [χέω]<br />the [[water]]-pourer, [[name]] of the [[constellation]] Aquarius, Anth.
|mdlsjtxt=ὑδρο-[[χόος]], ὁ, [χέω]<br />the [[water]]-pourer, [[name]] of the [[constellation]] Aquarius, Anth.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=Ἀπό τό [[ὕδωρ]] + [[χέω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}

Latest revision as of 14:45, 14 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδροχόος Medium diacritics: ὑδροχόος Low diacritics: υδροχόος Capitals: ΥΔΡΟΧΟΟΣ
Transliteration A: hydrochóos Transliteration B: hydrochoos Transliteration C: ydrochoos Beta Code: u(droxo/os

English (LSJ)

ὁ, (χέω)
A water-pourer, name of the constellation Aquarius, Eudox. ap. Hipparch.1.2.20, Placit.1.6.6, Euc.Phaen.p.12 M., cf. AP12.199 (Strat.); contr. ὑδροχοῦς, Supp.Epigr.7.363.5, al. (Dura-Europus, ii A. D.):—dat. ὑδροχοῆϊ (as if from ὑδροχοεύς), Ep. for the common ὑδροχόῳ, Arat. 389, Nonn.D.23.315.
II name of an Egyptian month, = Φαρμοῦθι (Pharmouthi, Parmouti), POxy.465.11 (ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 1174] 1) Wasser gießend, ergießend, Sp. – 2) ὁ ὑδροχόος, der Wassermann, als Gestirn; Strat. 41 (XII, 199); Maneth. 2, 95; S. Emp. adv. astrol. 2.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
le Verseau litt. qui verse de l'eau, signe du Zodiaque.
Étymologie: ὕδωρ, χέω.

Russian (Dvoretsky)

ὑδροχόος: ὁ Anth., Plut. = ὑδρηχόος II, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδροχόος: ὁ, (χέω) ὁ χέων ὕδωρ, ὄνομα ἀστερισμοῦ, Aquarius, Πλούτ. 2. 908C, Ἀνθ. Π. 12. 199· - δοτ. ὑδροχοῆι (ὡς εἰ ἐξ ὀνομ. ὑδροχοεὺς) Ἐπικ. ἀντὶ τοῦ κοινοῦ ὑδροχόῳ, Ἄρατ. 389, Νόνν. Δ. 23. 315.

Greek Monolingual

ο / ὑδροχόος, ΝΜΑ, και ως επίθ. ὑδρηχόος και ὑδρήχοος, -ον, και συνηρ. τ. αρσ. ὑδροχοῦς, Α
1. αυτός που χύνει νερό
2. ως κύριο όν. (ο) Υδροχόος
ονομασία του ενδέκατου αστερισμού του ζωδιακού κύκλου
αρχ.
ονομασία ενός αιγυπτιακού μήνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + -χόος (< χέω), πρβλ. οινοχόος.

Greek Monotonic

ὑδροχόος: ὁ (χέω), αυτός που χύνει νερό, όνομα του αστερισμού Aquarius, σε Ανθ.

Middle Liddell

ὑδρο-χόος, ὁ, [χέω]
the water-pourer, name of the constellation Aquarius, Anth.

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό ὕδωρ + χέω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.