νευρορραφέω: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
(CSV import) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=νευρορρᾰφέω,<br />to [[stitch]] or [[mend]] shoes, Xen. [from [[νευρορράφος]] | |mdlsjtxt=νευρορρᾰφέω,<br />to [[stitch]] or [[mend]] shoes, Xen. [from [[νευρορράφος]] | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=-ῶ (=διορθώνω παπούτσια). Παρασύνθετο ἀπό τό [[νευρορράφος]] = [[νεῦρον]] (=σχοινί δερμάτινο) + [[ράπτω]], ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. Παράγωγα ἀπό τή λέξη [[νεῦρον]] (=νεῦρο, δύναμη, σχοινί): [[νευρά]] (=[[χορδή]] τόξου), [[νευρικός]], νευρορραφῶ, [[νευρόσπαστος]], [[νευρόω]] (=δυναμώνω), [[νεύρωσις]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:46, 14 October 2022
English (LSJ)
v. νευροραφέω.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
coudre avec de la corde à boyau, ressaveter.
Étymologie: νευρορράφος.
Greek (Liddell-Scott)
νευρορρᾰφέω: ῥάπτω διὰ νεύρων ἢ διορθώνω ὑποδήματα, Πλάτ. Εὐθύδ. 294Β, Ξεν. Κύρ. 8. 2, 5.
Russian (Dvoretsky)
νευρορρᾰφέω: сшивать сухожилиями или зашивать, чинить (ὑποδήματα Xen.).
Middle Liddell
νευρορρᾰφέω,
to stitch or mend shoes, Xen. [from νευρορράφος
Mantoulidis Etymological
-ῶ (=διορθώνω παπούτσια). Παρασύνθετο ἀπό τό νευρορράφος = νεῦρον (=σχοινί δερμάτινο) + ράπτω, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. Παράγωγα ἀπό τή λέξη νεῦρον (=νεῦρο, δύναμη, σχοινί): νευρά (=χορδή τόξου), νευρικός, νευρορραφῶ, νευρόσπαστος, νευρόω (=δυναμώνω), νεύρωσις.