τυμβογέρων: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
mNo edit summary |
(CSV import) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-οντος, ὁ, ΜΑ<br />αυτός που έχει το ένα του [[πόδι]] στον τάφο, ο υπερβολικά [[γέροντας]], [[εσχατόγηρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τύμβος]] <span style="color: red;">+</span> [[γέρων]] (για τη σημ. <b>βλ. λ.</b> [[τύμβος]])]. | |mltxt=-οντος, ὁ, ΜΑ<br />αυτός που έχει το ένα του [[πόδι]] στον τάφο, ο υπερβολικά [[γέροντας]], [[εσχατόγηρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τύμβος]] <span style="color: red;">+</span> [[γέρων]] (για τη σημ. <b>βλ. λ.</b> [[τύμβος]])]. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=[[πολύ]] γέρος, πού [[ἔχει]] τό ἕνα του ποδάρι στόν τάφο). Ἀπό τό [[τύμβος]] + [[γέρων]]. Δές για περισσότερα παράγωγα στό [[γηράσκω]] καί στή λέξη [[τύμβος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:50, 14 October 2022
English (LSJ)
οντος, ὁ, old man with one foot in the grave, old man on the edge of the grave, Ar.Fr. 55 D., Com.Adesp.1172, Thphr. ap. Phot., Procop.Arc.6.11
Greek (Liddell-Scott)
τυμβογέρων: ὁ, ἐσχατογήρως, παραγεγηρακὼς καὶ οὕτως εἰπεῖν ἔχων τὸν ἕνα πόδα ἐν τῷ τάφῳ, ἐξεστηκὼς ὑπὸ γήρως, Κωμικ. Ἀνώνυμ. 311b, ἴδε Ἡσύχ. ἐν λέξ.
Greek Monolingual
-οντος, ὁ, ΜΑ
αυτός που έχει το ένα του πόδι στον τάφο, ο υπερβολικά γέροντας, εσχατόγηρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμβος + γέρων (για τη σημ. βλ. λ. τύμβος)].
Mantoulidis Etymological
(=πολύ γέρος, πού ἔχει τό ἕνα του ποδάρι στόν τάφο). Ἀπό τό τύμβος + γέρων. Δές για περισσότερα παράγωγα στό γηράσκω καί στή λέξη τύμβος.