ράθυμος: Difference between revisions

From LSJ

Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)

Source
mNo edit summary
(CSV import)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[ῥάθυμος]], ῥάθυμον, ΝΜΑ, και [[ῥᾴθυμος]], ῥᾴθυμον, Α<br />ο [[απρόθυμος]] για [[εργασία]], αυτός που δεν έχει καμία [[διάθεση]] για [[δράση]], [[νωθρός]], [[οκνηρός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αράθυμος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιπόλαιος]]<br /><b>2.</b> (για ύφος λόγου) [[ανώμαλος]] ή [[ακατάστατος]]<br /><b>3.</b> αυτός που γίνεται [[χωρίς]] ιδιαίτερη [[φροντίδα]], [[άνετος]], [[εύκολος]] («ῥάθυμον αὑτοῖς κατεστήσαντο τὸν βίον», Ισοκρ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>[[ραθύμως]]</i> / <i>[[ῥαθύμως]]</i> ΝΜΑ, και [[ράθυμα]] Ν<br />με [[ραθυμία]], με [[νωθρότητα]], νωχελικότητα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> με [[απροσεξία]], [[επιπολαιότητα]] ή [[αμέλεια]]<br /><b>2.</b> με ψυχική [[ηρεμία]], ή και [[απάθεια]] («ταῦτα... ῥαθύμως φέρετε», Ανδοκ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επίρρ. <i>ῥᾶ</i> /<i>ῥᾴ</i> «εύκολα, [[χωρίς]] κόπο» <span style="color: red;">+</span> [[θυμός]] «[[ψυχή]]» (<b>πρβλ.</b> <i>οξύ</i>-<i>θυμος</i>). Αμφίβολη θεωρείται η γρφ. του τ. με υπογεγραμμένη, [[γεγονός]] που θα προϋπέθετε [[παρουσία]] -<i>ι</i>- στο θ. της λ. (<b>πρβλ.</b> [[καλλίζωνος]]), <b>βλ.</b> και λ. <i>ῥᾶ</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[ῥάθυμος]], ῥάθυμον, ΝΜΑ, και [[ῥᾴθυμος]], ῥᾴθυμον, Α<br />ο [[απρόθυμος]] για [[εργασία]], αυτός που δεν έχει καμία [[διάθεση]] για [[δράση]], [[νωθρός]], [[οκνηρός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αράθυμος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιπόλαιος]]<br /><b>2.</b> (για ύφος λόγου) [[ανώμαλος]] ή [[ακατάστατος]]<br /><b>3.</b> αυτός που γίνεται [[χωρίς]] ιδιαίτερη [[φροντίδα]], [[άνετος]], [[εύκολος]] («ῥάθυμον αὑτοῖς κατεστήσαντο τὸν βίον», Ισοκρ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>[[ραθύμως]]</i> / <i>[[ῥαθύμως]]</i> ΝΜΑ, και [[ράθυμα]] Ν<br />με [[ραθυμία]], με [[νωθρότητα]], νωχελικότητα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> με [[απροσεξία]], [[επιπολαιότητα]] ή [[αμέλεια]]<br /><b>2.</b> με ψυχική [[ηρεμία]], ή και [[απάθεια]] («ταῦτα... ῥαθύμως φέρετε», Ανδοκ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επίρρ. [[ῥᾶ]] / [[ῥᾴ]] «εύκολα, [[χωρίς]] κόπο» <span style="color: red;">+</span> [[θυμός]] «[[ψυχή]]» (<b>πρβλ.</b> [[οξύθυμος]]). Αμφίβολη θεωρείται η γρφ. του τ. με υπογεγραμμένη, [[γεγονός]] που θα προϋπέθετε [[παρουσία]] -<i>ι</i>- στο θ. της λ. (<b>πρβλ.</b> [[καλλίζωνος]]), <b>βλ.</b> και λ. <i>ῥᾶ</i>].
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[ἀμέριμνος]], [[νωθρός]]). Ἀπό τό ράδιος + [[θυμός]]. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στίς λέξεις [[θυμόω]] καί ράδιος.
}}
}}

Latest revision as of 15:15, 14 October 2022

Greek Monolingual

-η, -ο / ῥάθυμος, ῥάθυμον, ΝΜΑ, και ῥᾴθυμος, ῥᾴθυμον, Α
ο απρόθυμος για εργασία, αυτός που δεν έχει καμία διάθεση για δράση, νωθρός, οκνηρός
νεοελλ.
αράθυμος
αρχ.
1. επιπόλαιος
2. (για ύφος λόγου) ανώμαλος ή ακατάστατος
3. αυτός που γίνεται χωρίς ιδιαίτερη φροντίδα, άνετος, εύκολος («ῥάθυμον αὑτοῖς κατεστήσαντο τὸν βίον», Ισοκρ.).
επίρρ...
ραθύμως / ῥαθύμως ΝΜΑ, και ράθυμα Ν
με ραθυμία, με νωθρότητα, νωχελικότητα
αρχ.
1. με απροσεξία, επιπολαιότητα ή αμέλεια
2. με ψυχική ηρεμία, ή και απάθεια («ταῦτα... ῥαθύμως φέρετε», Ανδοκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. ῥᾶ / ῥᾴ «εύκολα, χωρίς κόπο» + θυμός «ψυχή» (πρβλ. οξύθυμος). Αμφίβολη θεωρείται η γρφ. του τ. με υπογεγραμμένη, γεγονός που θα προϋπέθετε παρουσία -ι- στο θ. της λ. (πρβλ. καλλίζωνος), βλ. και λ. ῥᾶ].

Mantoulidis Etymological

(=ἀμέριμνος, νωθρός). Ἀπό τό ράδιος + θυμός. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στίς λέξεις θυμόω καί ράδιος.