παμψηφεί: Difference between revisions
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
(CSV import) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ψῆφος]]<br />by all the votes, Anth. | |mdlsjtxt=[[ψῆφος]]<br />by all the votes, Anth. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=Ἀπό τό [[πᾶς]] + [[ψῆφος]] ἀπό ὅπου παράγεται τό [[ψηφίζω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:59, 14 October 2022
English (LSJ)
Adv. with all the votes, π. νικᾶν AP11.239 (Lucill.), cf. Sch.Ar.Eq. 525, etc.; Dor. παμ-ψᾱφεί Polus ap. Stob. 3.9.51.
German (Pape)
[Seite 455] mit allen Stimmen, Lucill. 88 (XI, 239).
French (Bailly abrégé)
adv.
avec tous les suffrages.
Étymologie: πᾶν, ψῆφος.
Russian (Dvoretsky)
παμψηφεί: adv. единогласно или по всем пунктам (νικᾶν Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
παμψηφεί: ὡς καὶ νῦν, μεθ’ ὅλων τῶν ψήφων, π. νικᾶν Ἀνθ. Π. 11. 239, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 525, κτλ.. Δωρικ. παμψᾱφί, Πῶλος παρὰ Στοβ. 106. 5.
Greek Monolingual
(ΑΜ παμψηφεί, Α δωρ. τ. παμψαφεί)
επίρρ. με όλες τις ψήφους, με παμψηφία, ομόφωνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ψῆφος + επιρρμ. κατάλ. -ει].
Greek Monotonic
παμψηφεί: (ψῆφος), επίρρ., με όλες τις ψήφους, σε Ανθ.
Middle Liddell
ψῆφος
by all the votes, Anth.
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό πᾶς + ψῆφος ἀπό ὅπου παράγεται τό ψηφίζω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.