ἐρημικός: Difference between revisions
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=erimikos | |Transliteration C=erimikos | ||
|Beta Code=e)rhmiko/s | |Beta Code=e)rhmiko/s | ||
|Definition=ή, όν, [[of solitude]] or [[for solitude]], [[living in a desert]], <span class="bibl">LXX <span class="title">Ps.</span>101(102).7</span>. | |Definition=ή, όν, [[of solitude]] or [[for solitude]], [[living in a desert]], <span class="bibl">[[LXX]] <span class="title">Ps.</span>101(102).7</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:50, 15 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, of solitude or for solitude, living in a desert, LXX Ps.101(102).7.
German (Pape)
[Seite 1026] zur Einsamkeit gehörig, daran gewöhnt, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρημικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ κατάλληλος εἰς ἐρημίαν, ζῶν ἐν τῇ ἐρήμῳ, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΡΑ΄, 7. - ἐρημικὸς βίος, ὁ βίος ἐρημίτου, Γρηγ. Ναζ. Ι. 1104Λ, κλ.)
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐρημικός, -ή, -όν) έρημος
1. αυτός που ανήκει, που αναφέρεται στην ερημιά, απάτητος, έρημος, απόκεντρος, ασύχναστος
2. αυτός που ζει στην ερημιά, εκεί που δεν συχνάζει άνθρωπος, αυτός που βρίσκεται στην έρημο, μονήρης, μοναχικός, ασυντρόφευτος
αρχ.
(το ουδ. ως ουσ. ως τοπωνύμιο) τὰ Ἐρημικά («ἐξήγαγέ μέ ἔξω τῆς πόλεως εἰς τὰ λεγόμενα Ἐρημικά» — με έβγαλε έξω από την πόλη, στην περιοχή που λέγεται Ερημικά, Παλλάδ.)
αρχ.
φρ. «ἐρημικός βίος» — ο βίος του ερημίτη.
επίρρ...
ερημικώς και -ά. απομακρυσμένα, απομονωμένα, μοναχικά, στην έρημο.